ΟΙ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΜΑΘΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
του Γρηγόρη Εδιρνέλη
------------------------
Το
1926 η Γερμανία και μαζί της όλη η Ευρώπη
άρχισαν να βγαίνουν φαινομενικά από
την άβυσσο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η
Συνθήκη του Λοκάρνο έφερε μια προσωρινή
ύφεση στις διεθνείς σχέσεις, επέτρεψε
όμως στη Γερμανία να πάρει τη θέση της
μεταξύ των κρατών της Ευρώπης.
Αυτή
της εποχή η Γερμανία γίνεται δεκτή στην
Κοινωνία των Εθνών, ενώ μειώνει της
υποχρεώσεις της σε επανορθώσεις για
τις ζημιές που προκάλεσε στον πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο και της
προσφέρονται ταυτόχρονα σοβαρά δάνεια
για την οικονομική της ανασυγκρότηση.
Γρήγορα
έγινε φανερό ότι τα δάνεια
αυτά ήταν η αρχή ενός χειμάρρου δανείων
που οι σύμμαχοι και κυρίως οι Αμερικανοί
σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν προς τις
χώρες τις Κεντρικής Ευρώπης μια και το
κεφάλαιο θα πραγματοποιούσε
μεγάλα κέρδη στις ταλαιπωρημένες από
τον πόλεμο χώρες.
Και
στην αρχή αυτά τα δάνεια είχαν μεγάλη
αποτελεσματικότητα.
Η
Γερμανική βιομηχανία επανεξοπλίστηκε
και η βιομηχανική ζωή αναβίωσε. Αλλά
παρά
την
βιομηχανική
ανασυγκρότηση,
η
οικονομική
κρίση
συνεχιζόταν
και
η
ανεργία
συνεχώς
μεγάλωνε.
Και
μαζί
με
την
ανεργία
και
τη
φτώχεια,
φούντωνε η
βαθιά
αναταραχή
μέσα
στις
λαϊκές
τάξεις
όπως και η αναζήτηση εξόδου από την
κρίση.
Εδώ
πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1926 ως το
1929 η Γερμανία και μαζί με χώρες όπως η
Αυστρία και η Ουγγαρία, πλήρωσε
πιστά τις υποχρεώσεις της για της
επανορθώσεις που ανέλαβε
μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου,
σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα τη γενική χρέωση της
Κεντρικής Ευρώπης με ποσά που αυτό το
διάστημα διπλασιάστηκαν. Έτσι οι σύμμαχοι
και κυρίως οι ΗΠΑ δάνειζαν χρήματα στην
Γερμανία για την πληρωμή των επανορθώσεων
αλλά και για την πληρωμή τον τόκων των
ποσών αυτών.
Το
1929 οι συμμαχικές οικονομικές πιστώσεις
είχαν δώσει τέτοια αποτελέσματα στην
ανόρθωση της Γερμανίας ώστε μια νέα
επιτροπή με ένα δεύτερο Αμερικανό
τραπεζίτη, τον Owen Young, επεξεργάστηκε ένα
νέο σχέδιο επανορθώσεων που καθόριζε
το συνολικό ποσό που όφειλε να καταβάλει
η Γερμανία σε 59 διαδοχικές ετήσιες
καταβολές. Σε εκδήλωση καλής θέλησης
τότε, τα συμμαχικά στρατεύματα αποχώρησαν
από τα προγεφυρώματα τους στη Ρηνανία.
Η
πολιτική ζωή ήταν το ίδιο θολή στη
Γερμανία με την οικονομική.
Το
σύνταγμα της Βαϊμάρης στηριζόταν κύρια
στους σοσιαλδημοκράτες σε συνεργασία
με το Λαϊκό κόμμα όπου και ανήκε ο
καγκελάριος Γκούσταβ Στρέζεμαν. Αλλά
υπήρχαν και άλλα ισχυρά κόμματα με πιο
ισχυρό το Κομουνιστικό. Ακολουθούσαν
οι Καθολικοί του Κέντρου και οι
Εθνικοσοσιαλιστές που αμφότεροι ήταν
αντίθετοι με το σύνταγμα της Βαϊμάρης.
Οι
Ναζί προέρχονταν από την διαλυμένη
μεσαία τάξη του πληθυσμού
που είχε χτυπηθεί άγρια από τα οικονομικά
προβλήματα, τον πληθωρισμό και τη γενική
πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών. Το 1929
οι Ναζί αριθμούσαν 180.000 ανθρώπους στη
Γερμανία που ήταν οργανωμένοι
σε στρατιωτικές μονάδες,
τους φαιοχίτωνες (που σκοπό τους ήταν
η τήρηση της τάξης στις δημόσιες
συγκεντρώσεις) και τους μελανοχίτωνες
που αποτελούσαν τη φρουρά του Αδόλφου
Χίτλερ.
Μέσα
σε αυτές της συνθήκες ξέσπασε το
μεγάλο κραχ της Wall Street στις 24 Οκτωβρίου
1929. Λόγω αυτού, η Γερμανία
έχασε την οικονομική βοήθεια και σε μία
νύχτα ξέσπασε το οικονομικό χάος. Ακόμα
και πριν το Κραχ οι άνεργοι έφταναν το
ενάμισι εκατομμύριο, μετά δε το Κραχ
και ενώ τα πράγματα φαινόντουσαν ότι
δεν θα γίνουν χειρότερα, αυτά έγιναν.
Οι
5 μεγαλύτερες Τράπεζες χρεοκόπησαν και
η απελπισία, η ανεργία και ο τρομερός
πληθωρισμός (που έφτασε σε δυσθεώρητα
ύψη) διέλυσαν τη Γερμανία και την μεσαία
τάξη. Οι άνεργοι στη Γερμανία έφτασαν
τα 6 εκατομμύρια.
Αυτή
η τραγική οικονομική κατάσταση έκανε
εκρηκτική την ήδη ταραγμένη πολιτική
ζωή. Μέσα σε αυτό το κλίμα απέκτησε
ιδιαίτερη σημασία η κίνηση των αξιωματικών
του νικημένου Γερμανικού στρατού.
Παρά
τα
μέτρα
της
Συνθήκης
των
Βερσαλλιών
που
είχαν
σκοπό
να
συρρικνώσουν
τη
Γερμανική
πολεμική
μηχανή,
η
μηχανή
αυτή
επέζησε
και
μαζί
της
και
ο
Γερμανικός
μιλιταρισμός.
Εδώ
συγκροτήθηκε και η βάση του σώματος των
Γερμανών αξιωματικών που προέρχονταν
κυρίως από τους αριστοκράτες
μεγαλογαιοκτήμονες, τους Γίουγκερς.
Βασισμένο
στους Paul von Hindenburg, Erich Ludendorff, Fritz Sauckel και
Werner von Blomberg, το σώμα αυτό διαφύλαξε και
ενίσχυσε την παράδοση του με
το κήρυγμα του άκρατου εθνικισμού
και της εκδίκησης για τα δεινά της
συνθήκης των Βερσαλλιών.
Μέσα
σε
αυτό
το
κλίμα
βρήκε
εύφορο
έδαφος
η
ρητορική
του
Χίτλερ
που
διέθετε
αυτό
το
φυσικό
χάρισμα,
να
μεταδίδει
της
απόψεις
του
μέσα
από συγκλονιστικούς
λόγους.
Το
1919 αποτελούσε
το
έβδομο
στην ιεραρχία μέλος
του κόμματος των πρώην στρατιωτικών
του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Γρήγορα
όμως ο άκρατος φανατισμός του και η
δύναμη των λόγων του, να
διεγείρει τα πλέον τυφλά ένστικτα των
ανθρώπων, τον κατέστησαν
αδιαφιλονίκητο αρχηγό του κόμματος.
Σιγά-σιγά
η επιρροή του αυξανόταν και προσέλκυε
τους πεινασμένους της μεσαίας τάξης.
Αυτά τα μέλη και όσα προσέλκυσε αργότερα
τα έκανε μέλη στρατιωτικών πειθαρχημένων
ομάδων. Τους έδινε έτσι κάτι να κάνουν
και τους έδειχνε κάτι να μισούν, εμπνέοντάς
τους την φανατική δράση ενάντια στην
αριστερά και το άκρατο μίσος ενάντια
στους Εβραίους που τους θεωρούσε
υπεύθυνους για την ήττα της Γερμανίας
στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα
χρόνια
μετά
το
1929 η
επιρροή
του
ήταν
ακόμα
πιο
μεγάλη.
Οι
τάξεις του κόμματος γέμισαν με οπαδούς.
Το Σεπτέμβριο του 1930 οι Ναζί εξασφάλισαν
6,5 εκατομμύρια ψήφους και 107 έδρες. Ο
Χίτλερ διέθετε ήδη ένα οργανωμένο και
πειθαρχημένο κόμμα με άφθονους οπαδούς
και πολλούς οικονομικούς
πόρους που τους παρείχαν πρόθυμα Πρώσοι
Βιομήχανοι όπως ο Γκούσταβ Κρουπ, που
έβλεπαν με ανακούφιση στους Ναζί το
κόμμα που θα σταματούσε το δρόμο στους
σοσιαλιστές και κομμουνιστές.
Αλλά
παρόλα αυτά οι κομουνιστές ήταν ακόμα
πολύ ισχυροί και το ίδιο και το κέντρο
στο οποίο φιγουράριζαν ο Γιούγκερς και
οι στρατηγοί του παλιού αυτοκρατορικού
στρατού.
Και
συχνά
δεν
έλειπαν
και
οι
πολυαίματες
συγκρούσεις.
‘Έτσι
σε ένα λαό πεινασμένο και εξουθενωμένο
οικονομά αλλά και βαθιά ταπεινωμένο,
το κήρυγμα των Ναζί φάνηκε σαν εμπνευσμένο.
Στη θέση του εθνικού εξευτελισμού και
της ταπείνωσης των Βερσαλλιών, αναπτυσσόταν
το όραμα του Τρίτου Ράιχ.
Ο
Χίτλερ
υποδαύλιζε
τα
πιο
ταπεινά
εθνικιστικά
αισθήματα,
κηρύσσοντας
τη
θεωρία
της
φυλετικής
ανωτερότητας
των
Γερμανών
και
ενίσχυε
την
εθνική
υπερηφάνεια,
κηρύσσοντας
ότι
για
την
ήττα
του
Α'
Παγκοσμίου
Πολέμου
υπεύθυνοι
ήταν οι Εβραίοι και όχι οι Γερμανικές
ένοπλες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα
εκμεταλλευόταν τις
σοσιαλιστικές τάσεις των λαϊκών στρωμάτων
και η αντιπλουτοκρατική δημαγωγία του,
ήταν το ίδιο ισχυρή με την εθνικιστική
δημαγωγία. Η καπηλεία αυτή
των εθνικών και κοινωνικών αιτημάτων
είχε μεγάλη απήχηση.
Ο
Χιτλερισμός όμως ενισχυόταν
από τους Γερμανούς βιομηχάνους και
ορισμένους διεθνείς κύκλους
που τον στήριζαν και του άνοιγαν γρήγορα
το δρόμο προς την εξουσία.
Πέντε
μήνες μετά το θάνατο του Γκούσταβ
Στρέζεμαν, τον Οκτώβριο του 1929 ο Πρόεδρος
Χίντεμπουργκ διόρισε καγκελάριο τον
Heinrich Brüning του Καθολικού Κόμματος αλλά
γρήγορα υποχρεώθηκε να τον αντικαταστήσει
από τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκάλεσαν
τα αντιδημοτικά του μέτρα.
Ύστερα από μια σύντομη διακυβέρνηση
από τον Franz von Papen που ουσιαστικά προετοίμασε
την άνοδο στην εξουσία των Ναζί με μέτρα
όπως κατάργηση των λαϊκών
ελευθεριών, διωγμοί σε αριστερούς και
Εβραίους, ο Χιτλερισμός
στις εκλογές στης 30 Ιανουαρίου 1933 έφτασε
της 230 έδρες και τους 13.733.000 ψήφους και
κατέλαβε την εξουσία.
Ο
στρατηγός Erich Ludendorff όταν ανέλαβε ο Χίτλερ
εκμυστηρεύτηκε στο πρόεδρο Paul von
Hindenburg τα εξής :
«Κάνοντας
τον Χίτλερ καγκελάριο, παραδίδετε την
ιερή πατρίδα των Γερμανών σε έναν από
τους μεγαλύτερους δημαγωγούς της
ιστορίας. Σας προειδοποιώ ότι αυτός ο
άνθρωπος του κακού, θα βυθίσει το Ράιχ
στην άβυσσο και θα φέρει αμέτρητες
συμφορές στο έθνος μας. Οι μελλοντικές
γενιές θα σας καταριούνται στο τάφο σας
για αυτή σας τη πράξη»
Και ήταν δυστυχώς προφητικός.