Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα Ο ΤΡΟΧΟΣ
Ρεπορτάζ του "Τροχού" και αναδημοσίευση, 4-6-2013.
Χθες το μεσημέρι, στο Δημαρχείο Ωραιοκάστρου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της 5μελούς επιτροπής για τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς που συγκρότησε η διοίκηση του Δήμου Ωραιοκάστρου, σύμφωνα με τον νόμο 4093/2012.
Στην επιτροπή συμμετέχουν: πρόεδρος ο αρμόδιος αντιδήμαρχος κ. Γ. Λαζαρίδης και μέλη ο κ. Ν. Καλογεράκος εκπρόσωπος του κυνηγετικού συλλόγου, η κ. Μ. Πανούση και η κ. Σ. Παναγιωτίδου από τον Φιλοζωικό Σύλλογο Ωραιοκάστρου και η κτηνίατρος (από τον Πεντάλοφο) κ. Α. Δρίμτζια.
Η επιτροπή αποφάσισε να θέσει ως ανώτατο όριο δαπάνης του δήμου για την θεραπεία ενός αδέσποτου ζώου τα 160 ευρώ, αν τα χρήματα αυτά δεν επαρκούν για να θεραπευτεί το ζώο και δεν υιοθετηθεί θα υποβάλλεται σε ευθανασία.
Η αρχή θα γίνει με ένα σκύλο από τη Νεοχωρούδα που πάσχει από λεισμάνια και δάγκωσε ένα παιδί στο δημοτικό σχολείο της Νεοχωρούδας. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο αντιδήμαρχος κ. Λαζαρίδης και η κτηνίατρος κ. Δρίμτζια το σκυλί δεν είναι επιθετικό, είναι καλό, αλλά το πείραζαν τα παιδιά. Από τις εξετάσεις που του έγιναν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από λεισμάνια (έχει αναιμία και χαμηλά λευκά, χωρίς να έχουν πειραχτεί βασικά όργανα), αποφάσισε λοιπόν η επιτροπή ότι αν το σκυλί δεν υιοθετηθεί (υπήρξε κάποιο ενδιαφέρον από την κ. Ρεβέκκα Παπαδοπούλου πρόεδρο Φιλοζωικού Συλλόγου της Χαλκιδικής που παρευρίσκονταν στη συνεδρίαση) θα οδηγηθεί σε ευθανασία.
Με βάση τις αποφάσεις αυτές της επιτροπής, αν λάβουμε υπόψη ότι τα περισσότερα αδέσποτα είναι άρρωστα και ότι πολλά από αυτά πάσχουν από λεισμάνια είναι σίγουρο ότι ο δήμος αντί να φροντίσει για τη θεραπεία τους (που πιθανά θα είναι κοστοβόρα) θα τα εξολοθρεύσει μαζικά.
Άλλωστε ο βασικός προσανατολισμός της συζήτησης στην Επιτροπή, προεξάρχοντος του κ. Λαζαρίδη, ήταν η απομάκρυνση των αδέσποτων από τον Δήμο με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Συζητήθηκαν επίσης, χωρίς όμως να βρεθεί κάποια συγκεκριμένη λύση, το θέμα του εμβολιασμού για τη λύσσα και οι στειρώσεις.
Κατά την άποψή μου οι αποφάσεις της Επιτροπής για «ξεπάστρεμα» (ευθανασία) των αδέσποτων ζώων είναι τελείως απαράδεκτες και εγκληματικές.
Στη συνέχεια παραθέτω κάποια άρθρα από κτηνίατρους και φιλοζωικές οργανώσεις που βρήκα στο διαδίκτυο και ενισχύουν την θέση ότι δεν πρέπει να υποβάλλονται σε ευθανασία τα ζώα με λεισμάνια, εφόσον δεν έχουν πειραχτεί βασικά τους όργανα.
Ζητούν την επείγουσα κατάργηση του ΠΔ που οδηγεί στην ευθανασία τα λεϊσμανιακά ζώα
Την επείγουσα κατάργηση του απαρχαιωμένου Προεδρικού Διατάγματος 400/1983 ζητούν με επιστολή του προς τη Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής και τη Διεύθυνση Κτηνιατρικής Αντίληψης Φαρμάκων και Εφαρμογών του ΥΠ.Α.Α.Τ. η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία και η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων.
Το συγκεκριμένο Π.Δ. 400/1983, που εκ παραδρομής δεν καταργήθηκε από τον νόμο 4039/2012, επιβάλει την ευθανασία των σκυλιών, οι οποίοι πάσχουν από λεϊσμανίαση, το γνωστό σε όλους μας καλααζάρ.
Όμως επειδή η επιστήμη έχει προχωρήσει και με φαρμακευτική αγωγή ένα σκυλί μπορεί να γίνει καλά από την ασθένεια, αν και παραμένει φορέας – επιβάλλει την ευθανασία μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα τα ζωτικά όργανα του ζώου. Και αυτό φυσικά αποδεικνύεται από βιοχημικές εξετάσεις.
Επειδή πολλοί δήμοι «πατούν» πάνω σε αυτό το Π.Δ. – το οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, εκ παραδρομής δεν καταργήθηκε –προκειμένου, να εξοντώσουν τ’ αδέσποτα χαρακτηρίζοντας τα «λεϊσμανιακά», για ν’ απαλλαγούν από το πρόβλημα, τονίζεται στην σχετική επιστολή προς την προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Κτηνιατρικής του ΥΠ.Α.Α.Τ., Χρυσούλα Δηλέ, η αναγκαιότητα αποστολής διευκρινιστικής εγκυκλίου.
Με βάση αυτό το Π.Δ. αν κάνετε εξέταση για λεϊσμάνια στο ζώο σας και τα αποτελέσματα της εξέτασης είναι θετικά, τότε ο κτηνίατρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει, να γίνει ευθανασία στο σκύλο σας ή να σας επιβάλλουν, να το θέσετε σε αυστηρή απομόνωση!
Γι' αυτό και η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία και η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων τονίζουν στη σχετική επιστολή προς την κα Δηλέ: «Στις τελευταίες επικοινωνίες μας, τέθηκε ως επείγον, το θέμα της κατάργησης του Π.Δ. 400/83 που εκ παραδρομής δεν έχει ήδη καταργηθεί με τον 4039/2012.
Όπως διαπιστώσατε και εσείς στις μεταβατικές διατάξεις καταργούνται μόνο τα άρθρα 1-13 του 3170/2003 ενώ η εφαρμογή του Π.Δ. βρίσκεται στο άρθρο 15 του 3170/2003.
Θα θέλαμε να σας ζητήσουμε για ακόμα μία φορά να επισπεύσετε την κατάργησή του, καθώς σε αρκετά Δημοτικά Κυνοκομεία της χώρας συνεχίζουν να προγραμματίζονται ή να εκτελούνται πράξεις ευθανασίας σε σκυλιά με Λεϊσμάνια μετά από Snap test leismania.
Αν και λόγω Υπηρεσιακής Κυβέρνησης είναι δύσκολη η κατάργηση Π.Δ., θα σας παρακαλούσαμε, να σταλεί άμεσα διευκρινιστική εγκύκλιος σε όλες τις κτηνιατρικές υπηρεσίες της χώρας να παγώσουν μέχρι νεωτέρας εντολής σας τις ευθανασίες ζώων - εκτός και αν η κατάσταση της υγείας τους είναι - με βάση βιοχημικές εξετάσεις - μη αναστρέψιμη, ώστε να ενημερωθούν τα κατά τόπους Δημοτικά Κυνοκομεία και να κοινοποιηθεί και στην Ομοσπονδία μας!».
ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ: Μια ιστορία με πολλές προκαταλήψεις
Σ.Θ.Χαραλαμπίδης, πρώην καθ/τής, δ/ντής του Εργαστηρίου Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. ( harala@vet.auth.gr, http://users.auth.gr/harala )
Όταν ακούμε τη λέξη “λεϊσμανίωση” (ή εσφαλμένα “kala-azar”), συνήθως σκεφτόμαστε τον σκύλο και ότι πρέπει να τον αποφύγουμε για “να μη μολυνθούμε με λεϊσμάνια”. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σκύλος δεν μολύνει τον άνθρωπο με λεϊσμάνια ! Γι' αυτό, άλλωστε, στη χώρα μας υπάρχει τεράστια αναντιστοιχία του αριθμού των κρουσμάτων λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο (δηλώνονται περίπου 25 νέα κρούσματα ετησίως) και στον σκύλο (υπολογίζονται σε περισσότερα από 100.000 νέα κρούσματα ετησίως !).
Τότε, γιατί υπάρχει η εντύπωση ότι “φταίει” ο σκύλος;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει πρώτα να αρθούν οι προκαταλήψεις που συνοδεύουν τη λεϊσμανίωση στη χώρα μας.
Ας αρχίσουμε με την ονομασία του νοσήματος στον άνθρωπο και τον σκύλο, που είναι αντίστοιχα, “σπλαχνική λεϊσμανίωση” (visceral leishmaniosis) και “λεϊσμανίωση του σκύλου” (canine leishmaniosis).
Η ονομασία «kala-azar» (ή «πυρετός dum-dum») είναι μια μορφή του νοσήματος στις Ινδίες και την Αφρική και οφείλεται στο πρωτόζωο παράσιτο Leishmania donovani. Στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες δεν υπάρχει «kala-azar» και το νόσημα οφείλεται στο πρωτόζωο παράσιτο Leishmania infantum, το οποίο αναπτύσσεται ευκαιριακά σε εξασθενημένους οργανισμούς, όπως άνθρωπος, σκύλος, γάτα, αλεπού, τσακάλι, ποντικός κ.ά.
Ειδικότερα στη χώρα μας το παράσιτο βρέθηκε (ή ανιχνεύθηκαν αντισώματα κατά του παρασίτου) στον σκύλο (0.2-48.7%), τη γάτα, την αλεπού, το τσακάλι, τα τρωκτικά (1.2%) κ.ά., καθώς και στον άνθρωπο (3.9-9.2%).
Πώς μολύνονται ο άνθρωπος και ο σκύλος στην Ελλάδα;
Ο άνθρωπος και ο σκύλος στη χώρα μας μολύνονται κατά το τσίμπημά τους από τα αντίστοιχα είδη μολυσμένων σκνιπών (ενοφθαλμισμός της προμαστιγωτής μορφής της L.infantum). Σε διάστημα λίγων ωρών η προμαστιγωτή μορφή μετατρέπεται σε αμαστιγωτή, που εισβάλει σε λευκοκύτταρα και πολλαπλασιάζεται. Όπως αναφέρθηκε, το μολυσμένο λευκοκύτταρο καταστρέφεται σε 12-24 ώρες, τα παράσιτα ελευθερώνονται, κυκλοφορούν στο αίμα (παρασιταιμία) και εισβάλουν και πολλαπλασιάζονται μέσα σε άλλα λευκοκύτταρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις είναι δυνατόν κατά το στάδιο της παρασιταιμίας να συμβεί και ενδομητρική μόλυνση.
Γενικά, όμως, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού λειτουργεί φυσιολογικά, τα παράσιτα καταστρέφονται αμέσως μετά την είσοδό τους στον οργανισμό, μετά το τσίμπημα της μολυσμένης σκνίπας.
Στη χώρα μας, κατά την 50ετία 1951-2001 αναφερόταν ετησίως 18-106 κρούσματα λεϊσμανίωσης. Έκτοτε αναφέρονται περίπου 25 κρούσματα ετησίως, κυρίως σε παιδιά έως 10 ετών και σε εξασθενημένα ενήλικα άτομα. Αντίθετα, στον σκύλο η λεϊσμανίωση είναι συχνό νόσημα και σε ορισμένες περιοχές της χώρας είναι μολυσμένο έως και 50% των ζώων.
Συνήθως, ο αριθμός των κρουσμάτων του νοσήματος στον άνθρωπο δεν σχετίζεται με τον αριθμό των κρουσμάτων στον σκύλο. Έτσι, π.χ. στους νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Γρεβενών, Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκης, Έβρου κ.α., τα κρούσματα του νοσήματος είναι συχνά στον σκύλο και σπάνια στον άνθρωπο. Ειδικότερα στο Ν. Χαλκιδικής και γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, η μόλυνση του σκύλου είναι περίπου 6.5%, ενώ στον άνθρωπο σε διάστημα 47 ετών (1954-2001) αναφέρθηκαν συνολικά 9 κρούσματα σπλαχνικής λεϊσμανίωσης. Παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα αυτά δεν αποδίδουν απόλυτα την πραγματική έκταση της μόλυνσης στην Ελλάδα, συμφωνούν με τη γεωγραφική εξάπλωση και τις βιολογικές συνήθειες των σκνιπών στις χώρες της Μεσογείου.
Σύμφωνα με επιζωοτιολογικά και επιδημιολογικά δεδομένα, η σπλαχνική λεϊσμανίωση στην Ελλάδα εμφανίζεται: α) ως ανθρωπονόσος (άνθρωπος-σκνίπα-άνθρωπος) με γνωστό μεταδότη την σκνίπα Phlebotomus neglectus, και β) ως ζωονόσος (σκύλος-σκνίπα-σκύλος) με πιθανούς μεταδότες τις σκνίπες Phlebotomus perfiliewi και Phlebotomus tobbi, που απομυζούν αίμα μόνον από ζώα μεταξύ των οποίων είναι και ο σκύλος. Ο ρόλος των άλλων ζώων, όπως λύκος, τσακάλι, αλεπού, τρωκτικά κ.ά., στον βιολογικό κύκλο του παρασίτου είναι μάλλον περιορισμένος, επειδή τα ζώα αυτά απαντώνται στη χώρα μας με μικρούς πληθυσμούς και η συχνότητα μόλυνσής τους με το παράσιτο είναι χαμηλή.
Πώς εμφανίζεται, πώς διαγιγνώσκεται και πώς αντιμετωπίζεται το νόσημα στον άνθρωπο στην Ελλάδα;
Οι πρώτες αλλοιώσεις και τα πρώτα συμπτώματα της σπλαχνικής λεϊσμανίωσης εμφανίζονται περίπου 2 εβδομάδες έως 7 χρόνια μετά τη μόλυνση και μπορεί να είναι: σπληνομεγαλία (στο 93-98% των μολυσμένων ατόμων), πυρετός ανά 12ωρο (83-100%), αδυναμία (70-100%), πόνος στο αριστερό υποχόνδριο (81-88%), βήχας (72-83%), ανορεξία (62-74%), ηπατομεγαλία (55-65%), επίσταξη (45-55%), διάρροια (25-55%) κ.ά.
Συνήθως, η διάγνωση του νοσήματος στηρίζεται: α) στην ανίχνευση των ειδικών αντισωμάτων στον ορό (στο 95% των περιπτώσεων), β) στις αλλοιώσεις και τα συμπτώματα (10-90%), γ) στην ανεύρεση της αμαστιγωτής μορφής του παρασίτου σε επιχρίσματα από σπλήνα (>95%), μυελό των οστών ή ήπαρ (60-90%) και αίμα (70%), και δ) στην ανίχνευση του DNA του παρασίτου στον μυελό των οστών (>65%).
Όταν δεν τίθεται η διάγνωση του νοσήματος και δεν εφαρμόζεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης είναι δυσμενής (πεθαίνει το 75-95% των ασθενών, σε 3-20 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων), ενώ παρατηρείται αυτοΐαση, χωρίς να χορηγηθούν φάρμακα, στο 5-25% των ασθενών ατόμων. Όταν χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θεραπεύεται το 80-90% των ασθενών.
Η φαρμακευτική αγωγή στηρίζεται στη χορήγηση amphotericin B [20-30 mg/kg σ.β., σε 5 δόσεις/ημέρα (~4 ώρες/έγχυση), για 10-21 ημέρες] ή στη χορήγηση αλάτων αντιμονίου (20 mg/kg σ.β. ενδμ. ή ενδφλ./ημέρα, για 14-28 ημέρες). Η κλινική εικόνα του ασθενούς βελτιώνεται ήδη 2-5 ημέρες μετά την έναρξη της αγωγής, αλλά είναι δυνατόν να παραμείνει ήπια σπληνομεγαλία για περίπου 1 έτος. Συνήθως, το άτομο απαλλάσσεται από το παράσιτο, όταν αποκλείονται οι αναμολύνσεις και οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος.
Το μολυσμένο άτομο πρέπει να παρακολουθείται με ορολογική εξέταση κατά τη διάρκεια, αλλά και 1, 2, 3, 6, 12, 18 και 24 μήνες μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής. Όταν κατά τις εξετάσεις αυτές, οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων μειώνονται (στο 95% των ασθενών ή στο 20% των φορέων HIV), η ορολογική εξέταση επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες για 2 χρόνια, ενώ όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων αυξάνονται (στο 5% των ασθενών ή στο 80% των φορέων HIV), η φαρμακευτική αγωγή επαναλαμβάνεται. Συνήθως, οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος εμφανίζονται μέσα στο πρώτο 6μηνο μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής.
Η μόλυνση με το παράσιτο προλαμβάνεται, όταν: α) χρησιμοποιείται εντομοαπωθητικό (Autan®) στα ακάλυπτα μέρη του σώματος ή στα ρούχα, μετά τη δύση του ήλιου, από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, β) τίθεται έγκαιρα η διάγνωση και θεραπεύονται οι ασθενείς, για να μη μετατραπούν σε φορείς του παρασίτου στη φύση, και γ) ενημερώνεται το κοινό για το νόσημα, για τους τρόπους πρόληψης της μόλυνσης, για την καταπολέμηση των σκνιπών κ.ά.
Πώς εμφανίζεται, πώς διαγιγνώσκεται και πώς αντιμετωπίζεται το νόσημα στον σκύλο στην Ελλάδα;
Οι πρώτες αλλοιώσεις και τα πρώτα συμπτώματα στη λεϊσμανίωση του σκύλου εμφανίζονται περίπου 2 εβδομάδες έως 2 χρόνια μετά τη μόλυνση και είναι: λεμφαδενοπάθεια (στο 96% των μολυσμένων ζώων), πιτυρίαση (73%), σμηγματόρροια (69%), τριχόπτωση (63%), ωχροί βλεννογόνοι (60%), υπερκεράτωση ή επιπεφυκίτιδα (50%), ονυχογρύπωση (40%), αύξηση ή μείωση της όρεξης (36%), καταβολή θρέψης (31%), πυρετός (28%), ραγάδες στο δέρμα (26%), συμπτώματα ουραιμίας (19%), γαστρεντερίτιδα ή εντεροκολίτιδα ή έλκη στο δέρμα (15%), έλκη σε μυκτήρες και βλεννογόνους ή ρινικό έκκριμα ή επίσταξη (11%) κ.ά.
Η διάγνωση του νοσήματος στον σκύλο στηρίζεται: α) στην ανίχνευση των ειδικών αντισωμάτων στον ορό (80-100%), β) στις αλλοιώσεις και τα συμπτώματα (>30%), γ) στην ανεύρεση της αμαστιγωτής μορφής του παρασίτου σε επιχρίσματα από λεμφογάγγλια, μυελό των οστών και αίμα, και δ) στην ανίχνευση του DNA του παρασίτου στον μυελό των οστών (>95%), το αίμα (10%), τα λεμφογάγγλια, το δέρμα κ.α.
Όταν δεν τίθεται η διάγνωση του νοσήματος και δεν εφαρμόζεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης είναι δυσμενής (πεθαίνει το 80-90% των μολυσμένων ζώων 3-24 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων), ενώ παρατηρείται αυτοΐαση του νοσήματος, χωρίς να χορηγηθούν φάρμακα, στο 10-20% των μολυσμένων ζώων. Όταν χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θεραπεύεται το 40-90% των μολυσμένων ζώων.
Η φαρμακευτική αγωγή στη λεϊσμανίωση του σκύλου γίνεται με διάφορα φαρμακευτικά σχήματα, τα οποία στηρίζονται στον βιολογικό κύκλο του παρασίτου και στις σχέσεις του με τον οργανισμό. Ήδη από τις πρώτες 1-2 εβδομάδες της αγωγής, τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά στο 85-100% των ζώων. Τα ζώα απαλλάσσονται από το παράσιτο, εάν προληφθούν οι αναμολύνσεις και οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος.
Κατά τη διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και 1, 2, 3, 6, 12, 18 και 24 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής, πρέπει να γίνεται ορολογική εξέταση του ζώου. Συνήθως, ανιχνεύονται φθίνουσες τιμές ειδικών αντισωμάτων κατά του παρασίτου για 6-12 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής. Όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων μειώνονται, γεγονός που παρατηρείται στο 14-26% των ζώων, η ορολογική εξέταση επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες για 2 χρόνια, ενώ όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων αυξάνονται (στο 74-86% των ζώων), η φαρμακευτική αγωγή επαναλαμβάνεται.
Μετά την αγωγή, το 75-78% των ζώων επιβιώνει για 4-6 χρόνια, χωρίς να εμφανίζεται σε αυτά κλινικό νόσημα και χωρίς να εμφανίζεται παρασιταιμία (δεν μολύνονται οι σκνίπες). Είναι, όμως δυνατόν στο 21% από τα ζώα αυτά να υπάρχουν παράσιτα μέσα στα λεμφογάγγλια. Στα θεραπευμένα ζώα είναι πιθανόν να παρατηρηθούν αναζωπυρώσεις του νοσήματος έως 1 έτος μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής.
Η μόλυνση του σκύλου μπορεί να προληφθεί, εάν: • κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, χρησιμοποιείται στο ζώο εντομοαπωθητικό περιλαίμιο ή σκεύασμα, που περιέχουν deltamethrin, • μετά τη δύση του ήλιου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, τοποθετείται στον αυχένα και τη ράχη του ζώου εντομοαπωθητικό που περιέχει deltamethrin ή diethyltoluamide-DEET, • γίνεται προληπτική ορολογική εξέταση του σκύλου κάθε Μάϊο (για να τίθεται έγκαιρα η διάγνωση του νοσήματος) και κάθε Νοέμβριο (για να θεραπεύονται τα μολυσμένα ζώα, πριν μετατραπούν σε φορείς του παρασίτου στη φύση), και • γίνεται προληπτική φαρμακευτική αγωγή στο ζώο με τη χορήγηση αλλοπουρινόλης (15 mg/Kg σ.β./12ωρο, από το στόμα), από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο, για να «καλύπτεται» το ζώο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, που είναι η περίοδος με τη μεγαλύτερη μολυσματικότητα των σκνιπών στη χώρα μας.
Ρεπορτάζ του "Τροχού" και αναδημοσίευση, 4-6-2013.
Χθες το μεσημέρι, στο Δημαρχείο Ωραιοκάστρου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της 5μελούς επιτροπής για τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς που συγκρότησε η διοίκηση του Δήμου Ωραιοκάστρου, σύμφωνα με τον νόμο 4093/2012.
Στην επιτροπή συμμετέχουν: πρόεδρος ο αρμόδιος αντιδήμαρχος κ. Γ. Λαζαρίδης και μέλη ο κ. Ν. Καλογεράκος εκπρόσωπος του κυνηγετικού συλλόγου, η κ. Μ. Πανούση και η κ. Σ. Παναγιωτίδου από τον Φιλοζωικό Σύλλογο Ωραιοκάστρου και η κτηνίατρος (από τον Πεντάλοφο) κ. Α. Δρίμτζια.
Η επιτροπή αποφάσισε να θέσει ως ανώτατο όριο δαπάνης του δήμου για την θεραπεία ενός αδέσποτου ζώου τα 160 ευρώ, αν τα χρήματα αυτά δεν επαρκούν για να θεραπευτεί το ζώο και δεν υιοθετηθεί θα υποβάλλεται σε ευθανασία.
Η αρχή θα γίνει με ένα σκύλο από τη Νεοχωρούδα που πάσχει από λεισμάνια και δάγκωσε ένα παιδί στο δημοτικό σχολείο της Νεοχωρούδας. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο αντιδήμαρχος κ. Λαζαρίδης και η κτηνίατρος κ. Δρίμτζια το σκυλί δεν είναι επιθετικό, είναι καλό, αλλά το πείραζαν τα παιδιά. Από τις εξετάσεις που του έγιναν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από λεισμάνια (έχει αναιμία και χαμηλά λευκά, χωρίς να έχουν πειραχτεί βασικά όργανα), αποφάσισε λοιπόν η επιτροπή ότι αν το σκυλί δεν υιοθετηθεί (υπήρξε κάποιο ενδιαφέρον από την κ. Ρεβέκκα Παπαδοπούλου πρόεδρο Φιλοζωικού Συλλόγου της Χαλκιδικής που παρευρίσκονταν στη συνεδρίαση) θα οδηγηθεί σε ευθανασία.
Με βάση τις αποφάσεις αυτές της επιτροπής, αν λάβουμε υπόψη ότι τα περισσότερα αδέσποτα είναι άρρωστα και ότι πολλά από αυτά πάσχουν από λεισμάνια είναι σίγουρο ότι ο δήμος αντί να φροντίσει για τη θεραπεία τους (που πιθανά θα είναι κοστοβόρα) θα τα εξολοθρεύσει μαζικά.
Άλλωστε ο βασικός προσανατολισμός της συζήτησης στην Επιτροπή, προεξάρχοντος του κ. Λαζαρίδη, ήταν η απομάκρυνση των αδέσποτων από τον Δήμο με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Συζητήθηκαν επίσης, χωρίς όμως να βρεθεί κάποια συγκεκριμένη λύση, το θέμα του εμβολιασμού για τη λύσσα και οι στειρώσεις.
Κατά την άποψή μου οι αποφάσεις της Επιτροπής για «ξεπάστρεμα» (ευθανασία) των αδέσποτων ζώων είναι τελείως απαράδεκτες και εγκληματικές.
Στη συνέχεια παραθέτω κάποια άρθρα από κτηνίατρους και φιλοζωικές οργανώσεις που βρήκα στο διαδίκτυο και ενισχύουν την θέση ότι δεν πρέπει να υποβάλλονται σε ευθανασία τα ζώα με λεισμάνια, εφόσον δεν έχουν πειραχτεί βασικά τους όργανα.
Ζητούν την επείγουσα κατάργηση του ΠΔ που οδηγεί στην ευθανασία τα λεϊσμανιακά ζώα
Την επείγουσα κατάργηση του απαρχαιωμένου Προεδρικού Διατάγματος 400/1983 ζητούν με επιστολή του προς τη Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής και τη Διεύθυνση Κτηνιατρικής Αντίληψης Φαρμάκων και Εφαρμογών του ΥΠ.Α.Α.Τ. η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία και η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων.
Το συγκεκριμένο Π.Δ. 400/1983, που εκ παραδρομής δεν καταργήθηκε από τον νόμο 4039/2012, επιβάλει την ευθανασία των σκυλιών, οι οποίοι πάσχουν από λεϊσμανίαση, το γνωστό σε όλους μας καλααζάρ.
Όμως επειδή η επιστήμη έχει προχωρήσει και με φαρμακευτική αγωγή ένα σκυλί μπορεί να γίνει καλά από την ασθένεια, αν και παραμένει φορέας – επιβάλλει την ευθανασία μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα τα ζωτικά όργανα του ζώου. Και αυτό φυσικά αποδεικνύεται από βιοχημικές εξετάσεις.
Επειδή πολλοί δήμοι «πατούν» πάνω σε αυτό το Π.Δ. – το οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, εκ παραδρομής δεν καταργήθηκε –προκειμένου, να εξοντώσουν τ’ αδέσποτα χαρακτηρίζοντας τα «λεϊσμανιακά», για ν’ απαλλαγούν από το πρόβλημα, τονίζεται στην σχετική επιστολή προς την προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Κτηνιατρικής του ΥΠ.Α.Α.Τ., Χρυσούλα Δηλέ, η αναγκαιότητα αποστολής διευκρινιστικής εγκυκλίου.
Με βάση αυτό το Π.Δ. αν κάνετε εξέταση για λεϊσμάνια στο ζώο σας και τα αποτελέσματα της εξέτασης είναι θετικά, τότε ο κτηνίατρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει, να γίνει ευθανασία στο σκύλο σας ή να σας επιβάλλουν, να το θέσετε σε αυστηρή απομόνωση!
Γι' αυτό και η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία και η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων τονίζουν στη σχετική επιστολή προς την κα Δηλέ: «Στις τελευταίες επικοινωνίες μας, τέθηκε ως επείγον, το θέμα της κατάργησης του Π.Δ. 400/83 που εκ παραδρομής δεν έχει ήδη καταργηθεί με τον 4039/2012.
Όπως διαπιστώσατε και εσείς στις μεταβατικές διατάξεις καταργούνται μόνο τα άρθρα 1-13 του 3170/2003 ενώ η εφαρμογή του Π.Δ. βρίσκεται στο άρθρο 15 του 3170/2003.
Θα θέλαμε να σας ζητήσουμε για ακόμα μία φορά να επισπεύσετε την κατάργησή του, καθώς σε αρκετά Δημοτικά Κυνοκομεία της χώρας συνεχίζουν να προγραμματίζονται ή να εκτελούνται πράξεις ευθανασίας σε σκυλιά με Λεϊσμάνια μετά από Snap test leismania.
Αν και λόγω Υπηρεσιακής Κυβέρνησης είναι δύσκολη η κατάργηση Π.Δ., θα σας παρακαλούσαμε, να σταλεί άμεσα διευκρινιστική εγκύκλιος σε όλες τις κτηνιατρικές υπηρεσίες της χώρας να παγώσουν μέχρι νεωτέρας εντολής σας τις ευθανασίες ζώων - εκτός και αν η κατάσταση της υγείας τους είναι - με βάση βιοχημικές εξετάσεις - μη αναστρέψιμη, ώστε να ενημερωθούν τα κατά τόπους Δημοτικά Κυνοκομεία και να κοινοποιηθεί και στην Ομοσπονδία μας!».
ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ: Μια ιστορία με πολλές προκαταλήψεις
Σ.Θ.Χαραλαμπίδης, πρώην καθ/τής, δ/ντής του Εργαστηρίου Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. ( harala@vet.auth.gr, http://users.auth.gr/harala )
Όταν ακούμε τη λέξη “λεϊσμανίωση” (ή εσφαλμένα “kala-azar”), συνήθως σκεφτόμαστε τον σκύλο και ότι πρέπει να τον αποφύγουμε για “να μη μολυνθούμε με λεϊσμάνια”. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σκύλος δεν μολύνει τον άνθρωπο με λεϊσμάνια ! Γι' αυτό, άλλωστε, στη χώρα μας υπάρχει τεράστια αναντιστοιχία του αριθμού των κρουσμάτων λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο (δηλώνονται περίπου 25 νέα κρούσματα ετησίως) και στον σκύλο (υπολογίζονται σε περισσότερα από 100.000 νέα κρούσματα ετησίως !).
Τότε, γιατί υπάρχει η εντύπωση ότι “φταίει” ο σκύλος;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει πρώτα να αρθούν οι προκαταλήψεις που συνοδεύουν τη λεϊσμανίωση στη χώρα μας.
Ας αρχίσουμε με την ονομασία του νοσήματος στον άνθρωπο και τον σκύλο, που είναι αντίστοιχα, “σπλαχνική λεϊσμανίωση” (visceral leishmaniosis) και “λεϊσμανίωση του σκύλου” (canine leishmaniosis).
Η ονομασία «kala-azar» (ή «πυρετός dum-dum») είναι μια μορφή του νοσήματος στις Ινδίες και την Αφρική και οφείλεται στο πρωτόζωο παράσιτο Leishmania donovani. Στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες δεν υπάρχει «kala-azar» και το νόσημα οφείλεται στο πρωτόζωο παράσιτο Leishmania infantum, το οποίο αναπτύσσεται ευκαιριακά σε εξασθενημένους οργανισμούς, όπως άνθρωπος, σκύλος, γάτα, αλεπού, τσακάλι, ποντικός κ.ά.
Ειδικότερα στη χώρα μας το παράσιτο βρέθηκε (ή ανιχνεύθηκαν αντισώματα κατά του παρασίτου) στον σκύλο (0.2-48.7%), τη γάτα, την αλεπού, το τσακάλι, τα τρωκτικά (1.2%) κ.ά., καθώς και στον άνθρωπο (3.9-9.2%).
Πώς μολύνονται ο άνθρωπος και ο σκύλος στην Ελλάδα;
Ο άνθρωπος και ο σκύλος στη χώρα μας μολύνονται κατά το τσίμπημά τους από τα αντίστοιχα είδη μολυσμένων σκνιπών (ενοφθαλμισμός της προμαστιγωτής μορφής της L.infantum). Σε διάστημα λίγων ωρών η προμαστιγωτή μορφή μετατρέπεται σε αμαστιγωτή, που εισβάλει σε λευκοκύτταρα και πολλαπλασιάζεται. Όπως αναφέρθηκε, το μολυσμένο λευκοκύτταρο καταστρέφεται σε 12-24 ώρες, τα παράσιτα ελευθερώνονται, κυκλοφορούν στο αίμα (παρασιταιμία) και εισβάλουν και πολλαπλασιάζονται μέσα σε άλλα λευκοκύτταρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις είναι δυνατόν κατά το στάδιο της παρασιταιμίας να συμβεί και ενδομητρική μόλυνση.
Γενικά, όμως, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού λειτουργεί φυσιολογικά, τα παράσιτα καταστρέφονται αμέσως μετά την είσοδό τους στον οργανισμό, μετά το τσίμπημα της μολυσμένης σκνίπας.
Στη χώρα μας, κατά την 50ετία 1951-2001 αναφερόταν ετησίως 18-106 κρούσματα λεϊσμανίωσης. Έκτοτε αναφέρονται περίπου 25 κρούσματα ετησίως, κυρίως σε παιδιά έως 10 ετών και σε εξασθενημένα ενήλικα άτομα. Αντίθετα, στον σκύλο η λεϊσμανίωση είναι συχνό νόσημα και σε ορισμένες περιοχές της χώρας είναι μολυσμένο έως και 50% των ζώων.
Συνήθως, ο αριθμός των κρουσμάτων του νοσήματος στον άνθρωπο δεν σχετίζεται με τον αριθμό των κρουσμάτων στον σκύλο. Έτσι, π.χ. στους νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Γρεβενών, Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκης, Έβρου κ.α., τα κρούσματα του νοσήματος είναι συχνά στον σκύλο και σπάνια στον άνθρωπο. Ειδικότερα στο Ν. Χαλκιδικής και γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, η μόλυνση του σκύλου είναι περίπου 6.5%, ενώ στον άνθρωπο σε διάστημα 47 ετών (1954-2001) αναφέρθηκαν συνολικά 9 κρούσματα σπλαχνικής λεϊσμανίωσης. Παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα αυτά δεν αποδίδουν απόλυτα την πραγματική έκταση της μόλυνσης στην Ελλάδα, συμφωνούν με τη γεωγραφική εξάπλωση και τις βιολογικές συνήθειες των σκνιπών στις χώρες της Μεσογείου.
Σύμφωνα με επιζωοτιολογικά και επιδημιολογικά δεδομένα, η σπλαχνική λεϊσμανίωση στην Ελλάδα εμφανίζεται: α) ως ανθρωπονόσος (άνθρωπος-σκνίπα-άνθρωπος) με γνωστό μεταδότη την σκνίπα Phlebotomus neglectus, και β) ως ζωονόσος (σκύλος-σκνίπα-σκύλος) με πιθανούς μεταδότες τις σκνίπες Phlebotomus perfiliewi και Phlebotomus tobbi, που απομυζούν αίμα μόνον από ζώα μεταξύ των οποίων είναι και ο σκύλος. Ο ρόλος των άλλων ζώων, όπως λύκος, τσακάλι, αλεπού, τρωκτικά κ.ά., στον βιολογικό κύκλο του παρασίτου είναι μάλλον περιορισμένος, επειδή τα ζώα αυτά απαντώνται στη χώρα μας με μικρούς πληθυσμούς και η συχνότητα μόλυνσής τους με το παράσιτο είναι χαμηλή.
Πώς εμφανίζεται, πώς διαγιγνώσκεται και πώς αντιμετωπίζεται το νόσημα στον άνθρωπο στην Ελλάδα;
Οι πρώτες αλλοιώσεις και τα πρώτα συμπτώματα της σπλαχνικής λεϊσμανίωσης εμφανίζονται περίπου 2 εβδομάδες έως 7 χρόνια μετά τη μόλυνση και μπορεί να είναι: σπληνομεγαλία (στο 93-98% των μολυσμένων ατόμων), πυρετός ανά 12ωρο (83-100%), αδυναμία (70-100%), πόνος στο αριστερό υποχόνδριο (81-88%), βήχας (72-83%), ανορεξία (62-74%), ηπατομεγαλία (55-65%), επίσταξη (45-55%), διάρροια (25-55%) κ.ά.
Συνήθως, η διάγνωση του νοσήματος στηρίζεται: α) στην ανίχνευση των ειδικών αντισωμάτων στον ορό (στο 95% των περιπτώσεων), β) στις αλλοιώσεις και τα συμπτώματα (10-90%), γ) στην ανεύρεση της αμαστιγωτής μορφής του παρασίτου σε επιχρίσματα από σπλήνα (>95%), μυελό των οστών ή ήπαρ (60-90%) και αίμα (70%), και δ) στην ανίχνευση του DNA του παρασίτου στον μυελό των οστών (>65%).
Όταν δεν τίθεται η διάγνωση του νοσήματος και δεν εφαρμόζεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης είναι δυσμενής (πεθαίνει το 75-95% των ασθενών, σε 3-20 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων), ενώ παρατηρείται αυτοΐαση, χωρίς να χορηγηθούν φάρμακα, στο 5-25% των ασθενών ατόμων. Όταν χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θεραπεύεται το 80-90% των ασθενών.
Η φαρμακευτική αγωγή στηρίζεται στη χορήγηση amphotericin B [20-30 mg/kg σ.β., σε 5 δόσεις/ημέρα (~4 ώρες/έγχυση), για 10-21 ημέρες] ή στη χορήγηση αλάτων αντιμονίου (20 mg/kg σ.β. ενδμ. ή ενδφλ./ημέρα, για 14-28 ημέρες). Η κλινική εικόνα του ασθενούς βελτιώνεται ήδη 2-5 ημέρες μετά την έναρξη της αγωγής, αλλά είναι δυνατόν να παραμείνει ήπια σπληνομεγαλία για περίπου 1 έτος. Συνήθως, το άτομο απαλλάσσεται από το παράσιτο, όταν αποκλείονται οι αναμολύνσεις και οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος.
Το μολυσμένο άτομο πρέπει να παρακολουθείται με ορολογική εξέταση κατά τη διάρκεια, αλλά και 1, 2, 3, 6, 12, 18 και 24 μήνες μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής. Όταν κατά τις εξετάσεις αυτές, οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων μειώνονται (στο 95% των ασθενών ή στο 20% των φορέων HIV), η ορολογική εξέταση επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες για 2 χρόνια, ενώ όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων αυξάνονται (στο 5% των ασθενών ή στο 80% των φορέων HIV), η φαρμακευτική αγωγή επαναλαμβάνεται. Συνήθως, οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος εμφανίζονται μέσα στο πρώτο 6μηνο μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής.
Η μόλυνση με το παράσιτο προλαμβάνεται, όταν: α) χρησιμοποιείται εντομοαπωθητικό (Autan®) στα ακάλυπτα μέρη του σώματος ή στα ρούχα, μετά τη δύση του ήλιου, από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, β) τίθεται έγκαιρα η διάγνωση και θεραπεύονται οι ασθενείς, για να μη μετατραπούν σε φορείς του παρασίτου στη φύση, και γ) ενημερώνεται το κοινό για το νόσημα, για τους τρόπους πρόληψης της μόλυνσης, για την καταπολέμηση των σκνιπών κ.ά.
Πώς εμφανίζεται, πώς διαγιγνώσκεται και πώς αντιμετωπίζεται το νόσημα στον σκύλο στην Ελλάδα;
Οι πρώτες αλλοιώσεις και τα πρώτα συμπτώματα στη λεϊσμανίωση του σκύλου εμφανίζονται περίπου 2 εβδομάδες έως 2 χρόνια μετά τη μόλυνση και είναι: λεμφαδενοπάθεια (στο 96% των μολυσμένων ζώων), πιτυρίαση (73%), σμηγματόρροια (69%), τριχόπτωση (63%), ωχροί βλεννογόνοι (60%), υπερκεράτωση ή επιπεφυκίτιδα (50%), ονυχογρύπωση (40%), αύξηση ή μείωση της όρεξης (36%), καταβολή θρέψης (31%), πυρετός (28%), ραγάδες στο δέρμα (26%), συμπτώματα ουραιμίας (19%), γαστρεντερίτιδα ή εντεροκολίτιδα ή έλκη στο δέρμα (15%), έλκη σε μυκτήρες και βλεννογόνους ή ρινικό έκκριμα ή επίσταξη (11%) κ.ά.
Η διάγνωση του νοσήματος στον σκύλο στηρίζεται: α) στην ανίχνευση των ειδικών αντισωμάτων στον ορό (80-100%), β) στις αλλοιώσεις και τα συμπτώματα (>30%), γ) στην ανεύρεση της αμαστιγωτής μορφής του παρασίτου σε επιχρίσματα από λεμφογάγγλια, μυελό των οστών και αίμα, και δ) στην ανίχνευση του DNA του παρασίτου στον μυελό των οστών (>95%), το αίμα (10%), τα λεμφογάγγλια, το δέρμα κ.α.
Όταν δεν τίθεται η διάγνωση του νοσήματος και δεν εφαρμόζεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης είναι δυσμενής (πεθαίνει το 80-90% των μολυσμένων ζώων 3-24 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων), ενώ παρατηρείται αυτοΐαση του νοσήματος, χωρίς να χορηγηθούν φάρμακα, στο 10-20% των μολυσμένων ζώων. Όταν χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θεραπεύεται το 40-90% των μολυσμένων ζώων.
Η φαρμακευτική αγωγή στη λεϊσμανίωση του σκύλου γίνεται με διάφορα φαρμακευτικά σχήματα, τα οποία στηρίζονται στον βιολογικό κύκλο του παρασίτου και στις σχέσεις του με τον οργανισμό. Ήδη από τις πρώτες 1-2 εβδομάδες της αγωγής, τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά στο 85-100% των ζώων. Τα ζώα απαλλάσσονται από το παράσιτο, εάν προληφθούν οι αναμολύνσεις και οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος.
Κατά τη διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και 1, 2, 3, 6, 12, 18 και 24 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής, πρέπει να γίνεται ορολογική εξέταση του ζώου. Συνήθως, ανιχνεύονται φθίνουσες τιμές ειδικών αντισωμάτων κατά του παρασίτου για 6-12 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής. Όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων μειώνονται, γεγονός που παρατηρείται στο 14-26% των ζώων, η ορολογική εξέταση επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες για 2 χρόνια, ενώ όταν οι τιμές των ειδικών αντισωμάτων αυξάνονται (στο 74-86% των ζώων), η φαρμακευτική αγωγή επαναλαμβάνεται.
Μετά την αγωγή, το 75-78% των ζώων επιβιώνει για 4-6 χρόνια, χωρίς να εμφανίζεται σε αυτά κλινικό νόσημα και χωρίς να εμφανίζεται παρασιταιμία (δεν μολύνονται οι σκνίπες). Είναι, όμως δυνατόν στο 21% από τα ζώα αυτά να υπάρχουν παράσιτα μέσα στα λεμφογάγγλια. Στα θεραπευμένα ζώα είναι πιθανόν να παρατηρηθούν αναζωπυρώσεις του νοσήματος έως 1 έτος μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής.
Η μόλυνση του σκύλου μπορεί να προληφθεί, εάν: • κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, χρησιμοποιείται στο ζώο εντομοαπωθητικό περιλαίμιο ή σκεύασμα, που περιέχουν deltamethrin, • μετά τη δύση του ήλιου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάϊο έως το Νοέμβριο, τοποθετείται στον αυχένα και τη ράχη του ζώου εντομοαπωθητικό που περιέχει deltamethrin ή diethyltoluamide-DEET, • γίνεται προληπτική ορολογική εξέταση του σκύλου κάθε Μάϊο (για να τίθεται έγκαιρα η διάγνωση του νοσήματος) και κάθε Νοέμβριο (για να θεραπεύονται τα μολυσμένα ζώα, πριν μετατραπούν σε φορείς του παρασίτου στη φύση), και • γίνεται προληπτική φαρμακευτική αγωγή στο ζώο με τη χορήγηση αλλοπουρινόλης (15 mg/Kg σ.β./12ωρο, από το στόμα), από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο, για να «καλύπτεται» το ζώο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, που είναι η περίοδος με τη μεγαλύτερη μολυσματικότητα των σκνιπών στη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog kallithiotis δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις υιοθετούμε, καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.