Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, αυστηρός ορισμός για τον καύσωνα ως κλιματολογικό φαινόμενο της Γης δεν υπάρχει.
Greek mythology - Helios
Για τα δεδομένα των κλιματολογικών συνθηκών της χώρας μας, ο λεγόμενος καύσωνας αποτελεί εποχιακό φαινόμενο συνηθισμένο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αν και κάποτε κάνει επίσης την εμφάνισή του λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα από το καλοκαίρι. Οφείλεται στις ασυνήθιστες για την εποχή υψηλές θερμοκρασίες λόγω χαμηλών βαρομετρικών και άπνοιας.
Συγκεκριμένα, λέμε ότι έχουμε καύσωνα όταν πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:
Πρώτον, όταν η θερμοκρασία φτάνει στους 39° Κελσίου.
Δεύτερον, όταν αυτή η θερμοκρασία διατηρείται στα ίδια υψηλά επίπεδα τουλάχιστον για σαράντα οχτώ ολόκληρες ώρες, δηλαδή δύο μερόνυχτα.
Και, τρίτον, όταν η χαμηλότερη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν πέφτει κάτω από τους 28° Κελσίου, κάτι που, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (ΕΜΥ), συμβαίνει πολύ σπάνια στη χώρα μας.
Ο όρος "καύσωνας" έχει μάλλον δημοσιογραφική παρά επιστημονική προέλευση και χρήση.
focus
Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία συνέβη περίπου το 1500 π.Χ. και ερήμωσε μεγάλες εκτάσεις της Ανατολικής Μεσογείου, πρέπει να υπήρξε το γεγονός που δημιούργησε του μύθο του Φαέθοντα.
Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία συνέβη περίπου το 1500 π.Χ. και ερήμωσε μεγάλες εκτάσεις της Ανατολικής Μεσογείου, πρέπει να υπήρξε το γεγονός που δημιούργησε του μύθο του Φαέθοντα.
Ήλιος και Φαέθων
Από τη χρυσή πύλη του ουρανού κοίταζε ο Φαέθων με λαχτάρα τον πατέρα του τον Ήλιο, που ανέβαινε στο φωτεινό του άρμα και περνούσε με μεγαλείο τον ουρανό.
Ποθούσε ν’ ανέβει κι εκείνος μια μέρα στο άρμα, να πιάσει τα γκέμια, να νιώσει τη δύναμη των αλόγων και να τα δαμάσει με τα χέρια του. Ήθελε να δει τα άλογα ν’ αφρίζουν και ν’ αγριεύουν, κι εκείνος με σιδερένια δύναμη να τα βαστά.
Όταν γύριζε το βράδυ ο Ήλιος, πετιόταν ο Φαέθων στο λαιμό του και τον παρακαλούσε:
― Πατέρα, άφησε αύριο να οδηγήσω εγώ το άρμα σου!
Μα ο Ήλιος κουνούσε το κεφάλι.
Ποθούσε ν’ ανέβει κι εκείνος μια μέρα στο άρμα, να πιάσει τα γκέμια, να νιώσει τη δύναμη των αλόγων και να τα δαμάσει με τα χέρια του. Ήθελε να δει τα άλογα ν’ αφρίζουν και ν’ αγριεύουν, κι εκείνος με σιδερένια δύναμη να τα βαστά.
Όταν γύριζε το βράδυ ο Ήλιος, πετιόταν ο Φαέθων στο λαιμό του και τον παρακαλούσε:
― Πατέρα, άφησε αύριο να οδηγήσω εγώ το άρμα σου!
Μα ο Ήλιος κουνούσε το κεφάλι.
― Είσαι μικρός ακόμα, έλεγε.
Και ο Φαέθων δάγκανε τα χείλια του και σκυθρωπός χάιδευε τα ιδρωμένα άλογα.Μα ο Ήλιος αγαπούσε το γιο του και πονούσε να τον βλέπει λυπημένο. Μια μέρα δε βάσταξε πια.
― Πήγαινε, είπε. Σήμερα ας οδηγήσεις εσύ το άρμα μου.
Το έλεγε με δισταγμό και ανησυχία, ο Φαέθων όμως δε βαστιόταν πια, του φαινόταν ότι η χαρά τον έπνιγε.
Πήδησε στο άρμα, άρπαξε τα γκέμια και μαστίγωσε τα άλογα. Ξαφνιασμένα ορθώθηκαν τα ζώα, έπειτα με ορμή χύθηκαν στον ουρανό σέρνοντας το άρμα πίσω τους. Γρήγορα όμως ένιωσαν πως το χέρι που τα βαστούσε δεν ήταν του Ήλιου το στιβαρό χέρι, και αγριεμένα τίναξαν τα κεφάλια τους χλιμιντρίζοντας δυνατά. Από τα ρουθούνια τους πετούσαν φλόγες και τα πέταλά τους έβγαζαν σπίθες.
Με το γόνατο στηριγμένο εμπρός του στο χρυσό τοίχωμα του άρματος, γύρευε ο Φαέθων να βαστάξει τ’ άλογα. Ο άνεμος σφύριζε στ’ αυτιά του, τα μαλλιά του τον έδερναν στο πρόσωπο, μα εκείνος με σφιγμένα τα δόντια τραβούσε τα γκέμια για να δαμάσει την ορμή των ζώων.
Ήταν άξιος γιος του Ήλιου.
Όλη τη δύναμή του τη μάζεψε, τα χέρια του σκάλωναν στα λουριά, το σώμα του γερμένο πίσω αγωνιζόταν να συγκρατήσει τ’ άλογα, μα εκείνα, πιο δυνατά από τον Φαέθοντα, είχαν πια παρατήσει το συνηθισμένο τους δρόμο, και μια κατέβαιναν τόσο χαμηλά, που έκαιγαν τη γη και μαύριζαν τους ανθρώπους, και μια πάλι πετιόνταν τόσο ψηλά, που πάγωνε η γη και σκεπαζόταν από χιόνια.
Είδε ο Δίας από τον Όλυμπο το κακό που γινόταν, φοβήθηκε μη καταστραφεί ο κόσμος, και οργισμένος πέταξε τον κεραυνό του απάνω στο άρμα.
Τα άλογα πετάχτηκαν ολόρθα, ξετρελαμένα από το χαλασμό γύρω τους, και σταμάτησαν απότομα, με τα ρουθούνια διάπλατα, τα μάτια κατακόκκινα, δαμασμένα από το φόβο.
Το σώμα όμως του αγοριού συντριμμένο και αγνώριστο γλίστρησε από το άρμα κι έπεσε στον Ηριδανό ποταμό, το σημερινό Πάδο της Ιταλίας.
Σαν είδαν οι αδελφές του πως τον σκέπασαν τα νερά, άρχισαν θρήνους και κλάματα, και, μοιρολογώντας, ανεβοκατέβαιναν την όχθη του ποταμού γυρεύοντας το πτώμα του Φαέθοντα.
Και ο Φαέθων δάγκανε τα χείλια του και σκυθρωπός χάιδευε τα ιδρωμένα άλογα.Μα ο Ήλιος αγαπούσε το γιο του και πονούσε να τον βλέπει λυπημένο. Μια μέρα δε βάσταξε πια.
― Πήγαινε, είπε. Σήμερα ας οδηγήσεις εσύ το άρμα μου.
Το έλεγε με δισταγμό και ανησυχία, ο Φαέθων όμως δε βαστιόταν πια, του φαινόταν ότι η χαρά τον έπνιγε.
Πήδησε στο άρμα, άρπαξε τα γκέμια και μαστίγωσε τα άλογα. Ξαφνιασμένα ορθώθηκαν τα ζώα, έπειτα με ορμή χύθηκαν στον ουρανό σέρνοντας το άρμα πίσω τους. Γρήγορα όμως ένιωσαν πως το χέρι που τα βαστούσε δεν ήταν του Ήλιου το στιβαρό χέρι, και αγριεμένα τίναξαν τα κεφάλια τους χλιμιντρίζοντας δυνατά. Από τα ρουθούνια τους πετούσαν φλόγες και τα πέταλά τους έβγαζαν σπίθες.
Με το γόνατο στηριγμένο εμπρός του στο χρυσό τοίχωμα του άρματος, γύρευε ο Φαέθων να βαστάξει τ’ άλογα. Ο άνεμος σφύριζε στ’ αυτιά του, τα μαλλιά του τον έδερναν στο πρόσωπο, μα εκείνος με σφιγμένα τα δόντια τραβούσε τα γκέμια για να δαμάσει την ορμή των ζώων.
Ήταν άξιος γιος του Ήλιου.
Όλη τη δύναμή του τη μάζεψε, τα χέρια του σκάλωναν στα λουριά, το σώμα του γερμένο πίσω αγωνιζόταν να συγκρατήσει τ’ άλογα, μα εκείνα, πιο δυνατά από τον Φαέθοντα, είχαν πια παρατήσει το συνηθισμένο τους δρόμο, και μια κατέβαιναν τόσο χαμηλά, που έκαιγαν τη γη και μαύριζαν τους ανθρώπους, και μια πάλι πετιόνταν τόσο ψηλά, που πάγωνε η γη και σκεπαζόταν από χιόνια.
Είδε ο Δίας από τον Όλυμπο το κακό που γινόταν, φοβήθηκε μη καταστραφεί ο κόσμος, και οργισμένος πέταξε τον κεραυνό του απάνω στο άρμα.
Τα άλογα πετάχτηκαν ολόρθα, ξετρελαμένα από το χαλασμό γύρω τους, και σταμάτησαν απότομα, με τα ρουθούνια διάπλατα, τα μάτια κατακόκκινα, δαμασμένα από το φόβο.
Το σώμα όμως του αγοριού συντριμμένο και αγνώριστο γλίστρησε από το άρμα κι έπεσε στον Ηριδανό ποταμό, το σημερινό Πάδο της Ιταλίας.
Σαν είδαν οι αδελφές του πως τον σκέπασαν τα νερά, άρχισαν θρήνους και κλάματα, και, μοιρολογώντας, ανεβοκατέβαιναν την όχθη του ποταμού γυρεύοντας το πτώμα του Φαέθοντα.
Τόσο τις λυπήθηκε ο Δίας που τις μεταμόρφωσε σε ψηλές λεύκες.
Και όταν φυσά ο άνεμος σειούνται ακόμα σήμερα οι λεύκες και στενάζουν και τρέμουν τα φυλλαράκια τους από τον πόνο.
πηγή της πηγήςΚαι όταν φυσά ο άνεμος σειούνται ακόμα σήμερα οι λεύκες και στενάζουν και τρέμουν τα φυλλαράκια τους από τον πόνο.