Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Δρυμού σε e-mail του για την περυσινή εκδήλωση γράφει:
Μετά τη συνένωση των Δήμων Καλλιθέας, Μυγδονίας και Ωραιοκάστρου ο Δήμος μας διευρύνθηκε και ο πληθυσμός μεγάλωσε. Όπως ήταν φυσικό πολλοί συνδημότες μας από το Ωραιόκαστρο και την Καλλιθέα στο άκουσμα των εκδηλώσεων του Παρακαμνιού αναρωτήθηκαν τί είναι ο Παρακαμνιός. Με αυτή λοιπόν την ευκαιρία θέλουμε να εξηγήσουμε στους νέους συνδημότες μας το έθιμο. Για το λόγο αυτό παραθέτουμε το αντίστοιχο κεφάλαιο από το βιβλίο του Καραστεργίου Αριστείδη με τίτλο "Δρυμός", το οποίο επανεξέδωσε και διαθέτει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Δρυμού.
"Παρακαμνιός
Απαραίτητα κάθε χρόνο, στις 23 Ιουνίου το βράδυ, έπρεπε να γένη σε κάθε μαχαλά ο Παρακαμνιός.
Το καλούσαν α) η γιορτή τ' Αϊγιαννιού, β) το γύρισμα (τροπή του ήλιου και γ) το διώξιμο των ψύλλων και κοριών.
Έπρεπε δηλαδή την γέννηση του Τιμίου Προδρόμου να την τιμήσουν, με κάποια ξέχωρη εκδήλωση οι άνθρωποι. Όμοιο το σπουδαίο φυσικό φαινόμενο της τροπής του ήλιου, που τη μέρα αυτή γινόταν. Και τέλος έπρεπε να κάμουν κάτι για να γλυτώσουν οι φουκαράδες από τους ψύλλους, που γέμιζαν με κόκκινα στίγματα τα κορμιά τους και τα εσώρουχα τους.
Και τα τρία δε αυτά τα ικανοποιούσε ο Παρακαμνιός. σε κάθε μαχαλά, δεν ήταν δύσκολο να μαζευτούν προσανάμματα και ξηρά ξύλα, που χρειάζονταν για τον Παρακαμνιό.
Πρωτοστατούσαν στην προετοιμασία οι νέοι κι οι νέες του μαχαλά. Αυτοί από νωρίς έκαμναν στεφάνια, από ένα αναρριχώμενο αυτοφυές , το οποίο τότε άνθιζε και τώλεγαν "Αιγιάννη" ή "Λυγιά", επειδή ήταν πολύ ευλύγιστο, για να το βάλουν στο κεφάλι ή στη μέση τους, όταν θα πηδούσαν τον Παρακαμνιό.
Οι μεγαλογυναίκες και οι παππούδες έβαζαν μονάχα ένα κλωναράκι στον κόρφο τους.
Οι άντρες δεν έπαιρναν μέρος στον Παρακαμνιό. Κι από άλλες εθιμικές εκδηλώσεις αυτοί απείχαν. Κάτι σημαίνει αυτό...
Με τα πρώτα σκοτάδια, μαζευόταν η γειτονιά γύρω στον Παρακαμνιό. Κάποια γιαγιά έφερνε το κουτί με τα σπίρτα, που ήταν στο εικονοστάσι, για να ανάβουν την καντήλα, γιατί με τέτοια σπίρτα έπρεπε να αναφτεί ο Παρακαμνιός , και όχι με εκείνα π' άναβαν τσιγάρα, τα οποία θεωρούσαν εφεύρημα του Μουχαμέτ.
Μετά από το σταυροκόπημα, αναβόταν ο Παρακαμνιός, απ' ένα αθώο κοριτσάκι.
Η γλώσσα της φωτιάς δεν αργούσε ν' ανεβεί καναδυό μέτρα. Χαρά και περηφάνια δοκίμαζαν όλοι οι μαχαλιώτες, σαν ο Παρακαμνιός τους ήταν ο πιο ψηλός απ' τους άλλους. Και γι' αυτό δός το και έριχναν ξύλα, για να μην τους περάσουν οι γύρω γειτονιές.
Οι φωνές, τα γέλια, τ' αστεία, το τρίξιμο απ' τα ξύλα που καίγονταν, οι καπνοί, οι σκόνες, κι οι λάμψες, ολοκλήρωναν τη μεγαλοπρέπεια του Παρακαμνιού.
Όταν η φλόγα κατακαθόταν άρχιζαν να τον πηδούν. Με τη σειρά την οποία κανόνιζε η ηλικία, κι αφού ο καθένας έκαμνε τρεις φορές τον σταυρό του κατά την Ανατολή, πηδούσε τρεις φορές τον Παρακαμνιό. Μετά τίναζε τα ρούχα του πάλι τρεις φορές πάνω στη φωτιά, για να φύγουν οι ψύλλοι, λέγοντας: "Όξου (απ' το σπίτι εννοείται) ψύλλοι κι κουργοί, μέσα νήλιους κι χαρά".
Σαν όλοι οι μαχαλιώτες πηδούσαν τον Παρακαμνιό , αποσύρονταν οι μεγάλοι στα σπίτια τους ικανοποιημένοι, αφού φρόντιζαν να σβήσουν καλά τις φωτιές, κι έδιναν ο ένας στον άλλον την ευχή "Κι τ' χρόν'"
Οι νέοι όμως, για να κάμουν όπως λέμε το κομμάτι τους, πήγαιναν να πηδήσουν κι άλλους Παρακαμνιούς, όπου είχε κοριτσόπουλα που τους ενδιέφεραν.
Γι' αυτούς ο Παρακαμνιός είχε κι άλλη μια ακόμα σημασία."