Το δημόσιο χρέος: εξέλιξη, σύνθεση, δομικά αίτια, η διαμόρφωση της κοινής
γνώμης, και η αναγκαιότητα της βαθιάς διαγραφής
Του Ραφαήλ Παπαδόπουλο μεταπτυχιακού
φοιτητή Πολιτικών Επιστημών
(Εισαγωγικό σημείωμα)
Η μελέτη που ακολουθεί συντάχθηκε τον
Μάιο-Ιούνιο του 2015 από τον Ραφαήλ Παπαδόπουλο, μεταπτυχιακό φοιτητή Πολιτικών
Επιστημών του ΑΠΘ, για να χρησιμοποιηθεί στο πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας για
το Δημόσιο Χρέος της ελληνικής βουλής.
1) Το πολιτικό, κοινωνικό κι οικονομικό
υπόβαθρο του διαλόγου για το δημόσιο χρέος
Έχουν περάσει 5 χρόνια από την υπαγωγή της Ελλάδας σε μνημόνια λιτότητας, με
διακηρυγμένους στόχους την παραμονή στο
ευρώ, την απόκτηση πρωτογενών πλεονασμάτων και την σταδιακή μείωση του χρέους.
Από τους στόχους αυτούς, έχουν επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα οι δύο πρώτοι, ενώ στον
τομέα του χρέους υπήρξε παταγώδης αποτυχία, αφού από 126% του ΑΕΠ το 2009,
αυξήθηκε στα 175% το 20131, συμπεριλαμβανομένου του κουρέματος που
επήλθε με το PSI. Το
κοινωνικό κόστος όμως γι αυτήν την τερατώδη δημοσιονομική προσαρμογή στο
δημοσιονομικό ισοζύγιο (από έλλειμμα 15% του ΑΕΠ μικρό πρωτογενές πλεόνασμα του
2014) υπήρξε δυσβάστακτο: σωρευτική μείωση περίπου 30% του ΑΕΠ και μείωση των
εισοδημάτων περίπου 40%, αύξηση της ανεργίας από το 9 στο 27%, σε διάστημα 4
ετών. Με δεδομένη την συνεχή αύξηση του χρέους και την απορρόφηση τεράστιων
ποσών από τον κρατικό προϋπολογισμό κατ’ έτος
για την αποπληρωμή του, είναι επιτακτική ανάγκη, ανταποκρινόμενοι στο πάγιο αίτημα των
πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιτίθενται στη λιτότητα και τη
νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, να ξεκινήσουμε μια δημόσια συζήτηση σχετικά με την
εξέλιξη, τη σύνθεση και τα δομικά αίτια της διόγκωσης του δημοσίου χρέους,
καθώς και σχετικά με τον τρόπο που αυτό έγινε αντικείμενο συγκάλυψης κι εργαλείο
κυριαρχίας για τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ και τα συστημικά ΜΜΕ σε
Ελλάδα και ΕΕ. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στο να συμβάλλει στη διερεύνηση αυτών
των κρισιμότατων για την πορεία της χώρας ζητημάτων.
2)Βασικά μεγέθη, εξέλιξη και σύνθεση του χρέους
από το 2009 ως σήμερα.
Η επισκόπηση των βασικών μεγεθών και της
εξέλιξης του δημοσίου χρέους που ακολουθεί βασίστηκε σε επίσημα στοιχεία του
κράτους, κι ειδικότερα στους προϋπολογισμούς όπως έχουν δημοσιευτεί από το
ΥΠΟΙΚ, και στα δελτία του χρέους, όπως εκτίθενται στην ιστοσελίδα του ΟΔΔΗΧ
(Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους)2. Πρέπει ωστόσο να
σημειωθεί ότι τα περισσότερα μεγέθη που παρατίθενται αποτελούν τις επίσημες
προβλέψεις των αρμοδίων κρατικών αξιωματούχων για το χρέος, κι όχι τον απολογισμό
(επιβεβαίωση ή διάψευση), αυτών των προβλέψεων, καθώς, ενώ οι δημοσιευμένοι στο
ΥΠΟΙΚ κρατικοί προϋπολογισμοί αφορούν την περίοδο ως και το 2007, τα
δελτία του χρέους που είναι αναρτημένα στον ίδιο
ιστότοπο, καλύπτουν τη σαφώς μικρότερη περίοδο από το Δεκέμβριο του 2012 ως το Δεκέμβριο του 2014. Επιπλέον, πρέπει να
τονιστεί ότι μεγέθη τα οποία σχετίζονται άμεσα με το μέγεθος και τη δομή του
χρέους, όπως οι δαπάνες για τόκους και τοκοχρεολύσια, ήταν καταχωρημένα στις
δαπάνες γενικής κυβέρνησης, κι όχι στην ενότητα των προϋπολογισμών για το
δημόσιο χρέος, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμη
δυσχερέστερη την πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία, από κάποιον απλό πολίτη, μη
ειδικό στα οικονομικά ο οποίος θέλει να ενημερωθεί επίσημα για το ζήτημα, όπως
ο γράφων. Είναι λοιπόν εύλογο να υποθέσει κανείς βάσιμα ότι πρόκειται για μια
πτυχή της συστηματικής και διαχρονικής απόκρυψης της αλήθειας για το χρέος από
την κοινή γνώμη, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Ως εκ τούτου,
μεγάλο μέρος των στοιχείων που παρατίθενται στην εργασία αυτή, προέρχονται από
μελέτες οικονομικών ινστιτούτων, κι οικονομολόγων σχετικά με το ελληνικό χρέος.
Με βάση λοιπόν τις διαθέσιμες επίσημες πηγές, το χρέος αυξήθηκε από 301 σε 324
δις ευρώ, ή από 126 σε 177% του ΑΕΠ. Το χρέος αυτό, σε ποσοστό περίπου 95% την
περίοδο αυτή(2009-2015), είναι απαιτητό σε ευρώ. Επίσης, την περίοδο μετά το PSI (2012-2015), σύμφωνα με
στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το 66 ως 70% του χρέους είναι πληρωτέο σε κυμαινόμενο
επιτόκιο, ενώ σε ποσοστό από 66 ως 75% χαρακτηρίζεται ως μη διαπραγματεύσιμο.
Όσον αφορά τέλος τη σύνθεση του χρέους, σε ποσοστά από 55 ως 75%, δηλαδή ένα
ποσό από 160 ως 240 δις ευρώ,
αντιστοιχεί σε δάνεια κι όχι σε ομόλογα. Επιπλέον, το ποσό αυτό σε ποσοστό 85
ως 90% (148 ως 220 δις ευρώ)αφορά σε πληρωμή δανείων προς τον Ευρωπαϊκό
Μηχανισμό Στήριξης και το ΔΝΤ. Οι αριθμοί αυτοί καταρρίπτουν την ευρέως
διαδεδομένη άποψη ότι ο δανεισμός από την ΕΕ και το ΔΝΤ καλύπτει τις εσωτερικές
ανελαστικές κοινωνικές δαπάνες του κράτους(μισθοί συντάξεις κτλ), και
τεκμηριώνει το γεγονός ότι τα νέα δάνεια συνάπτονται σχεδόν αποκλειστικά με
στόχο την αποπληρωμή παλαιότερων, εγκλωβίζοντας τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο
υπερχρέωσης κι οικονομικής εξάρτησης, ο οποίος επιδεινώνεται από τον φαύλο κύκλο λιτότητας κι ύφεσης, που
με τη σειρά του προκαλείται από τα νεοφιλελεύθερα μνημόνια τα οποία
επιβάλλονται από τους πιστωτές ως όροι για τη χορήγηση των δάνειων3.
3)Οι μύθοι και τα δομικά αίτια της κρίσης
χρέους των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης
Προκειμένου οι λαοί της ευρωπαϊκής
περιφέρειας(Ελλάδα, Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία)οι οποίοι υφίστανται τις
συνέπειες των μνημονίων λιτότητας (αύξηση φτώχειας κι ανεργίας, μείωση
εισοδήματος, επιδείνωση βιοτικού επιπέδου, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων
κι κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων4), να αποδεχτούν αυτή τη
νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, οι πολιτικές τους ηγεσίες, σε συνεργασία με τους
κυρίαρχους ευρωπαϊκούς θεσμούς
(Κομισιόν, ΕΚΤ) και τις ηγεσίες των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου, κυρίως
δε της Γερμανίας, η οποία έχει αντλήσει τα μεγαλύτερα οικονομικά και πολιτικά
οφέλη από την κρίση, έχουν κατασκευάσει και διαδώσει μια σειρά εξαιρετικά
δημοφιλών μύθων σχετικά με την κρίση αυτή, και ιδιαίτερα σχετικά με το
χαρακτήρα της συνύπαρξης κέντρου-περιφέρειας εντός της ευρωζώνης. Ορισμένους
από αυτούς τους μύθους, σκοπεύω να τους παρουσιάσω και να τους καταρρίψω εδώ εν
συντομία.
Α) Λέγεται
πως η Ελλάδα αποκλείστηκε το 2010 από τον δανεισμό από τις διεθνείς
χρηματαγορές, εξαιτίας του υπερβολικά υψηλού χρέους της. Ωστόσο, χώρες με
παραπλήσιο (Ιταλία, χρέος 120% του ΑΕΠ) ή και αρκετά υψηλότερο χρέος (Ιαπωνία,
χρέος 200% του ΑΕΠ), δεν αποκλείστηκαν. Συνεπώς, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν
ήταν η υψηλή ονομαστική αξία του χρέους της, αλλά τα απαγορευτικού ύψους
επιτόκια που διαμορφώθηκαν στις αγορές,
με την αποκάλυψη του δημοσιονομικού της ελλείμματος, και την υποβάθμιση της
πιστοληπτικής της αξιοπιστίας. Τα απαγορευτικά αυτά επιτόκια διαμορφώθηκαν
ουσιαστικά λόγω της άρνησης της ΕΚΤ να λειτουργήσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης,
εγγυώμενη κι αγοράζοντας τα ελληνικά ομόλογα. Η στάση αυτή απέρρεε από την
αντιπληθωριστική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ, και την επιβεβλημένη από τις
οικονομικά ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες, με κυρίαρχη τη Γερμανία, τιμωρητική
συμπεριφορά προς την Ελλάδα, βάσει του «ηθικού κινδύνου». Αποδεικνύεται έτσι
ότι η καταφυγή της Ελλάδας στο ΕΤΧΣ και η υπαγωγή της στα μνημόνια αποτέλεσε
συνειδητή πολιτική επιλογή της ηγεσίας της ΕΕ, κι όχι αναπόδραστη οικονομική
εξέλιξη5.
Β)Οι Έλληνες
στιγματίζονται ως τεμπέληδες, η μη εργατικότητα των οποίων, τους οδήγησε στην
οικονομική χρεοκοπία και προκάλεσε τη «σωτήρια» επέμβαση των «εργατικών»
Γερμανών κι άλλων λαών του ευρωπαϊκού
Βορρά. Σύμφωνα όμως με στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες προ κρίσης εργάζονταν 44,3 ώρες την
εβδομάδα, ενώ οι Γερμανοί 41 ώρες, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να φτάνει τις 41,7
ώρες εργασίας6.
Γ)Θεωρείται
ότι οι Έλληνες λαμβάνουν πολύ υψηλούς μισθούς σε σχέση με τους πολίτες των
πιστωτριών χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά και με το μέσο όρο της ΕΕ. Σύμφωνα και
πάλι με την Eurostat,
το 2010 το επίπεδο μισθών στην Ελλάδα ανερχόταν στο 73% του ευρωπαϊκού μέσου
όρου, ενώ το ωριαίο κόστος εργασίας ήταν 17,7 ευρώ στην Ελλάδα και 29 ευρώ στη
Γερμανία7.
Δ)Το ελληνικό
κράτος παρουσιάζεται ως σπάταλο κι υπερδιογκωμένο προκειμένου να δικαιολογηθούν
οι τεράστιες μειώσεις των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, που επιβάλλουν τα
προγράμματα «διάσωσης» της ΕΕ και του ΔΝΤ. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν επιβεβαιώνουν
αυτή την εικόνα. Το διάστημα 2000-6 οι ελληνικές δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν από
47 σε 43% του ΑΕΠ, ποσοστά κατώτερα από τα αντίστοιχα γερμανικά. Επιπλέον,
σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούσαν το 2012 το 7,9% του
ελληνικού εργατικού δυναμικού, στη
Γερμανία έφταναν το 9,6%, και ο αντίστοιχος μέσος όρος των ανεπτυγμένων χωρών
ήταν 15%8.
Ε)Ο δανεισμός
από το ΔΝΤ και τις χώρες της ΕΕ θεωρείται ότι αποσκοπεί στη «σωτηρία» της
Ελλάδας, και των υπόλοιπων περιφερειακών χωρών που εντάχθηκαν στον ευρωπαϊκό
Μηχανισμό Στήριξης (Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία), χάρη στον οποίο μπορούν και
καλύπτουν τις πάγιες και ζωτικές κρατικές τους λειτουργίες(μισθοδοσία κτλ).
Όπως όμως καταδεικνύουν και επίσημα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, που προαναφέρθηκαν, η
συντριπτική πλειοψηφία των νέων δανείων που χορηγούνται στην Ελλάδα, χρησιμοποιούνται
για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων κι όχι για τις εσωτερικές ανάγκες της
χώρας. Επιπλέον, οι δανειακές αυτές συμβάσεις είναι επωφελείς για την Γερμανία,
αφού δανείζει στις περιφερειακές χώρες χρήματα με επιτόκιο αρκετά υψηλότερο,
από αυτό με το οποίο τα αντλεί η ίδια από τις διεθνείς αγορές (συγκεκριμένα για
την περίπτωση της Ελλάδας κατά την πρώτη δανειακή σύμβαση, η διαφορά των δύο
επιτοκίων υπολογίζεται μεταξύ 1 ως 3%), πρακτική που απέφερε στη Γερμανία κέρδη
περίπου 300 εκατομμυρίων ευρώ ως το 2011. Σημειωτέον, τέλος, ότι σύμφωνα με
επίσημη παραδοχή των ίδιων των δανειστών, τα πακέτα «διάσωσης» δεν στοχεύουν
στην επίλυση του προβλήματος των υπερχρεωμένων χωρών, αλλά στην προστασία των
συμφερόντων των πιστωτριών χωρών έναντι μιας πιθανής στάσης πληρωμών του
ευρωπαϊκού Νότου9.
Αφού
παρουσιάστηκαν κάποιοι από τους συστατικούς μύθους της νεοφιλελεύθερης
ρητορικής κι ιδεολογικής ηγεμονίας στην ΕΕ, είναι ώρα να στραφούμε στα
σημαντικότερα πραγματικά δομικά αίτια της κρίσης χρέους, σε ελληνικό, ευρωπαϊκό
και διεθνές επίπεδο. Τα αίτια αυτά είναι βεβαίως πολλαπλά, αλλά τα εξής τρία
αναδεικνύονται ως θεμελιώδη.
Πρώτον, βασικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας
οικονομίας τα τελευταία 30 χρόνια, κι ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου, την αποβιομηχάνιση των δυτικών οικονομιών, και την ανάδυση της Κίνας
ως οικονομικής υπερδύναμης10, είναι η χρηματιστικοποίηση. Πρόκειται
για φαινόμενο που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, σύντομα έγινε διεθνές, κι αποτυπώνει
την αλματώδη αύξηση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ως συστατικών στοιχείων του
παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και
ιδιαίτερα του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ενδεικτικά, η αξία των χρηματοπιστωτικών
προϊόντων παγκοσμίως, αυξήθηκε από τα 12
τρις δολάρια το 1980 στα 196 τρις το 200711. Η μεταβολή αυτή
συνοδεύτηκε από την παγκόσμια έκρηξη του τραπεζικού δανεισμού, σε ιδιώτες και
κράτη, την ραγδαία ενίσχυση της πολιτικής επιρροής του τραπεζικού κεφαλαίου,
και την άρση των ρυθμίσεων και των περιορισμών στην τραπεζική πίστωση, με την
κατάργηση του πλαισίου που είχε τεθεί από το Μεσοπόλεμο και ιδιαίτερα του νόμου
Γκλας-Στίγκαλ, που καθιέρωνε τον διαχωρισμό εμπορικών-επενδυτικών τραπεζών.
Άμεση συνέπεια ήταν η επέκταση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, κυρίως στον τομέα
του ενυπόθηκου ιδιωτικού στεγαστικού δανεισμού12, κατά τη δεκαετία
του 2000, χωρίς ελέγχους πιστοληπτικής αξιοπιστίας των δανειοληπτών, και με
άρση του πιστωτικού κινδύνου για τις τράπεζες, χάρη στην «καινοτομία» της
τιτλοποίησης των δανείων, η οποία μετέτρεπε τα δάνεια σε εμπορεύσιμα
χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Η πρακτική αυτή κατέληξε στη δημιουργία τεράστιων
χρηματοπιστωτικών ομίλων, «πολύ μεγάλων για να πτωχεύσουν». Συνεπώς, όταν η
στεγαστική αγορά των ΗΠΑ κατέρρευσε το 2008, με μαζικές στάσεις πληρωμών των
δανειοληπτών, οι κυβερνήσεις παρενέβησαν με τεράστια ποσά δημοσίου χρήματος για
να διασώσουν τις εκτεθειμένες σε τοξικά δάνεια μεγάλες τράπεζες. Αυτή
εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζικών χρεών13 μετέτρεψε την
τραπεζική κρίση σε κρίση χρέους και πιστοληπτικής αξιοπιστίας των κρατών, καθώς
οι διεθνείς αγορές δεν ήταν πλέον βέβαιες ότι οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να
αποπληρώσουν τα ποσά που δανείστηκαν για τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών. Το
τελευταίο στάδιο της κρίσης, ήταν η μετακύλιση του βάρους των τραπεζικών χρεών
στους φορολογούμενους πολίτες, με την επιβολή προγραμμάτων λιτότητας, αυξήσεις
φόρων και μεγάλες περικοπές κοινωνικών δαπανών. Το ιδεολογικό υπόβαθρο της
χρηματιστικοποίησης και της κρίσης που προκάλεσε, υπήρξε η κυρίαρχη
νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, με αιχμή του δόρατος τις ιδιωτικοποιήσεις, την
δραστική μείωση των δημοσίων κοινωνικών δαπανών, και την απορρύθμιση των αγορών
εργασίας και κεφαλαίου («Συναίνεση της Ουάσινγκτον»)14.
Δεύτερον, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κρίση
χρέους των περιφερειακών χωρών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική κι
οικονομική λειτουργία της ευρωζώνης, τα θεσμικά ελαττώματα και τις εσωτερικές
της ανισορροπίες. Είναι πλέον κοινή παραδοχή ότι στόχος των πολιτικών ηγεσιών
που προετοίμασαν κι υλοποίησαν το πείραμα της ΟΝΕ, ήταν η εδραίωση του ευρώ ως
παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, ικανού να ανταγωνιστεί και να υποσκελίσει
την ισχύ του αμερικανικού δολαρίου15. Επρόκειτο δηλαδή για ένα
εγχείρημα οικονομικού και γεωπολιτικού ιμπεριαλισμού, που αντανακλάται στην
ταχεία κι εύκολη είσοδο χωρών με πολύ διαφορετική οικονομική δομή,
παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, εισοδηματικό και βιοτικό επίπεδο. Η ΟΝΕ
πρόσφερε στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κι επιχειρήσεις των χωρών του
Κέντρου, κι ιδίως της Γερμανίας, οι οποίες πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της, τα
εξής σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: μείωση του κόστους συναλλαγών,
διευκόλυνση της κίνησης των κεφαλαίων τους εντός της ευρωπαϊκής αγοράς, και
συστηματική συμπίεση προς τα κάτω του κόστους εργασίας16. Η ευρωζώνη
λοιπόν υπήρξε εργαλείο επιβολής της οικονομικής και πολιτικής ισχύος του
γερμανικού βιομηχανικού κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό, τα κριτήρια εγκαθίδρυσης
κι επέκτασής της ήταν αμιγώς πολιτικά κι όχι οικονομικά, κάτι που αποδεικνύεται
κι από το γεγονός ότι την εποχή της δημιουργίας της, τα περισσότερα κράτη που
την αποτέλεσαν (Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα κτλ), δεν πληρούσαν τα κριτήρια
εισόδου του Μάαστριχτ, που αφορούσαν σε συγκεκριμένα όρια δημοσιονομικού
ελλείμματος και δημοσίου χρέους17. Γι αυτό κι η ευρωζώνη, ως πεδίο
ανταγωνιστικών εθνικών συμφερόντων κι άνισης οικονομικής και πολιτικής
ισχύος, δε διαθέτει τα χαρακτηριστικά
ενός βέλτιστου νομισματικού χώρου, όπως ενιαία κι ισχυρή κεντρική κυβέρνηση,
κοινή δημοσιονομική διαχείριση, συγκλίνον εισοδηματικό-βιοτικό επίπεδο, και
κοινούς κανόνες στην αγορά εργασίας18.
Η μεγάλη απόκλιση της ΟΝΕ από τον ιδεότυπο
ενός βέλτιστου νομισματικού χώρου, προκαλεί κι οξύνει τις εσωτερικές της
αντιφάσεις κι ανισορροπίες. Η βασικότερη από αυτές, η οποία αποτελεί και την
πηγή της κρίσης χρέους του ευρωπαϊκού Νότου, είναι το όλο και διευρυνόμενο
χάσμα ανταγωνιστικότητας, μεταξύ των εξαγωγικών βιομηχανικών οικονομιών του
κέντρου, με προεξέχουσα την Γερμανία, και των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας,
χωρών παροχής υπηρεσιών που βασίζονται στην εσωτερική ζήτηση και κατανάλωση.
Αυτό το χάσμα οφείλεται κυρίως στη συγκράτηση του επιπέδου μισθών στη Γερμανία
στα ίδια επίπεδα από το 2001 ως το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ την ίδια περίοδο
στις χώρες της περιφέρειας κι ιδίως στην Ελλάδα, το επίπεδο μισθών σημείωσε
μέτρια αύξηση (συγκεκριμένα στη Γερμανία το μοναδιαίο κόστος εργασίας, το
διάστημα 1995-2011 αυξήθηκε από τις 100 στις 110 μονάδες, ενώ στην Ελλάδα η
αντίστοιχη αύξηση ήταν από τις 100 στις 180)19. Το χάσμα
ανταγωνιστικότητας προκάλεσε με τη σειρά του συσσώρευση τεράστιων γερμανικών
εμπορικών πλεονασμάτων, τα οποία
βασίζονταν στα εμπορικά ελλείμματα των PIGS που εισήγαγαν τα Γερμανικά
προϊόντα(το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας από -1,26% του ΑΕΠ το
1999 διαμορφώθηκε στο 6, 69% το 2008, ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο αυξήθηκε από
3,21 σε 7,31% του ΑΕΠ τα χρόνια αυτά, με το 60 ως 87% του πλεονάσματος να
προέρχεται από τις εμπορικές της συναλλαγές εντός ΕΕ, και το ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών της Ελλάδας να επιδεινώνεται από -1% το 1996 σε -15,6% του ΑΕΠ το
2008)΄20. Τα εμπορικά αυτά ελλείμματα των περιφερειακών χωρών, λόγω
της αδυναμίας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας με νομισματική υποτίμηση,
καλύφθηκαν με εξωτερικό δανεισμό, με συνέπεια τη διόγκωση του χρέους, κι όταν ο
φθηνός δανεισμός των πρώτων χρόνων της ΟΝΕ
κατέστη αδύνατος μετά το 2008 (για την Ελλάδα το 2010), λόγω της
παγκόσμιας κρίσης, επιβλήθηκε στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας
μέσω άγριας λιτότητας κι εσωτερικής υποτίμησης, εξαιτίας της άρνησης της
Γερμανικής πολιτικής ηγεσίας να ενισχύσει την εσωτερική της ζήτηση και να
μειώσει τα εμπορικά της πλεονάσματα, για να αμβλυνθεί το χάσμα μεταξύ κέντρου
και περιφέρειας της ΟΝΕ21. Όπως προαναφέρθηκε, η κρίση χρέους
επιδεινώθηκε κι η υπαγωγή της περιφέρειας σε μνημόνια λιτότητας επισφραγίστηκε
από την άρνηση της ΕΚΤ να λειτουργήσει ως έσχατος δανειστής για την Ελλάδα το
2010, όπως θα έκανε κάθε ορθολογικά λειτουργούσα κεντρική τράπεζα, δέσμια των
αντιπληθωριστικών δογμάτων γερμανικής έμπνευσης. Καταδεικνύεται λοιπόν σαφώς
ότι η επιβολή προγραμμάτων λιτότητας στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας ως
όρων δανειοδότησής από την ΕΕ και το
ΔΝΤ, ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή των κυρίαρχων εντός ΟΝΕ πολιτικών και κοινωνικών
δυνάμεων, προκειμένου να διατηρηθεί η προνομιακή θέση του γερμανικού
τραπεζικού- βιομηχανικού κεφαλαίου εντός της νομισματικής ένωσης, κι όχι
συνέπεια της δήθεν «δημοσιονομικής ασωτίας» των λαών του ευρωπαϊκού νότου.
Ο τρίτος παράγοντας που συνετέλεσε στο
ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους, σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες της
ελληνικής οικονομίας και τις κεντρικές επιλογές των πολιτικών ηγεσιών της χώρας
από την ένταξη στην ΟΝΕ, μέχρι και σήμερα.
Είναι αλήθεια ότι την περίοδο της «σύγκλισης» για την προετοιμασία
εισόδου στην νομισματική ένωση όσο και μετά την ένταξη σε αυτήν, η Ελλάδα είχε
συνεχώς δημοσιονομικά ελλείμματα, μεγαλύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ,
ελλείμματα που καλύπτονταν βεβαίως από εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος υπήρξε
ιδιαίτερα φτηνός την περίοδο 2002-8, λόγω της απουσίας συναλλαγματικού κινδύνου
εντός ΟΝΕ. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1995-2009 το μέσο δημόσιο έλλειμμα της
Ελλάδας υπήρξε 6, 5% του ΑΕΠ κι ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος διαμορφώθηκε ως
έλλειμμα 4% του ΑΕΠ22. Όλη αυτή την περίοδο το χρέος παρέμεινε
σχετικά σταθεροποιημένο ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης
(αυξήθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 σε 110% του ΑΕΠ το 2008)23. Το
δημοσιονομικό έλλειμμα προκλήθηκε κυρίως λόγω μεγάλης υστέρησης στα έσοδα σε
σχέση με τις χώρες της ΕΕ, κι όχι λόγω υψηλών κρατικών δαπανών. Ειδικότερα, την
ίδια περίοδο τα ελληνικά δημόσια έσοδα διαμορφώθηκαν μεσοσταθμικά στο 39,4% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος των εσόδων
στην ΕΕ διαμορφώθηκε στο 45,1% του ΑΕΠ της ένωσης24. Η υστέρηση στα
έσοδα οφείλεται κυρίως στους πολύ χαμηλούς σε σχέση με την ΕΕ άμεσους φόρους
επί υψηλών εισοδημάτων κι επιχειρηματικών κερδών, ενώ οι έμμεσοι φόροι, που
επιβαρύνουν είδη μαζικής κατανάλωσης μεσαίων κι κατώτερων στρωμάτων, ήταν
σχεδόν στα ίδια επίπεδα με τα ευρωπαϊκά(το διάστημα 1995-2009, οι μέσοι άμεσοι
φόροι στην Ελλάδα ήταν 8% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο
13,2% του ΑΕΠ. Τα ποσοστά των έμμεσων
φόρων ήταν 12,4 και 13,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα25. Η διάσταση αυτή
άμεσων κι έμμεσων φόρων, αποκαλύπτει λοιπόν το βαθιά ταξικό χαρακτήρα της
φορολογικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, ως άμεση απόρροια της ιδεολογικής
ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού πριν την κρίση. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται
και από τα πολύ υψηλά ποσοστά παραοικονομίας κι διαφθοράς στην Ελλάδα σε σχέση
με την ΕΕ26, φαινόμενο που σχετίζεται ευθέως με τις προνομιακές
σχέσεις διαπλοκής του κρατικού
μηχανισμού με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα (αποκλειστικές αναθέσεις
δημοσίων έργων, μονοπωλιακή ιδιοκτησία επιχειρήσεων και μεγάλων ομίλων ΜΜΕ κτλ)27.
Όσον αφορά
στη σύνθεση των δημοσίων δαπανών τα χρόνια πριν την κρίση, αντανακλά κι αυτή
την ταξικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα. Και πάλι για την ίδια
περίοδο (1995-2009), οι κατά μέσο όρο χαμηλότερες ελληνικές κρατικές δαπάνες σε
σχέση με την ΕΕ ως σύνολο (45, 3 έναντι 47, 8% του ΑΕΠ αντίστοιχα),
κατευθύνονταν κυρίως στην άμυνα (2,6% του ΑΕΠ με ευρωπαϊκό μέσο όρο 1,6%), και
στους τόκους του δημόσιου χρέους(6,6% του ΑΕΠ έναντι 3,6% του ευρωπαϊκού μέσου
όρου). Αντίθετα, οι δαπάνες υγείας, παιδείας και κοινωνικής προστασίας
υστερούσαν σταθερά σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ28. Οι δε
υπέρογκες, για τα δεδομένα της Ελλάδας, αμυντικές δαπάνες, (δεύτερη
παγκοσμίως σε εισαγωγές εξοπλισμών την
περίοδο 2004-9, όπου κατευθύνθηκε το 1,7% του ελληνικού ΑΕΠ), είχαν κύριο
προμηθευτή τη Γερμανία, και ορισμένες μεγάλες τράπεζες του ευρωπαϊκού Βορρά,
κατά βάση γερμανικές και γαλλικές29. Άλλη σημαντική συνιστώσα των
δημοσίων δαπανών είναι τα σκάνδαλα διαφθοράς (Ολυμπιακοί Αγώνες, Siemens κτλ), και τα σκάνδαλα
που οφείλονται στη διαπλοκή κράτους-οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία
προαναφέρθηκε (π.χ σκάνδαλο Κοσκωτά)30.
Η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ, κατέστησε
την οικονομία της εξαρτημένη από το εξωτερικό με δύο τρόπους. Πρώτον, μετέτρεψε
την οικονομία σε εισαγωγική καταναλωτική οικονομία, με τη συνολική κατανάλωση
να αγγίζει το 70% του ΑΕΠ. Δεύτερον, μετά την είσοδο στο ευρώ, το δημόσιο χρέος
έφτασε να κατέχεται κατά τα 2/3 από εξωτερικούς κι όχι εγχώριους πιστωτές, σε
αντίθεση με ό,τι συνέβαινε ως τη δεκαετία του 9031. Το αποφασιστικό
βήμα ωστόσο προς την πλήρη εξάρτηση της οικονομίας και της χώρας από τους
πιστωτές, εκτός βέβαια από την επιβολή των μνημονίων, υπήρξε το PSI στα τέλη του 2011, που η
τότε κυβέρνηση και τα συμμετέχοντα κόμματα το παρουσίαζαν ως μεγάλη εθνική
επιτυχία. Το PSI έγινε
με κύριο στόχο την προστασία των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, οι οποίες
κατείχαν το 2010 μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους, με αποτέλεσμα να
καθίστανται ευάλωτες στις συνέπειες μιας ενδεχόμενης στάσης πληρωμών της χώρας.
Παραδεχόμενοι σαφώς ότι το χρέος των 350 δις ευρώ στο τέλος του 2011 δεν ήταν
βιώσιμο, οι πιστωτές προχώρησαν σε μερική διαγραφή του με «εθελοντική»
συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών που αποδέχτηκαν κούρεμα των ομολόγων τους ύψους
50%, συνολικής αξίας περίπου 100 δις ευρώ, με αποζημίωση ύψους 30 δις ευρώ
συν τόκους 6 δις ευρώ32. Με
δεδομένη την τότε σύνθεση του χρέους, που κατέχονταν κατά τα δύο τρίτα (200 δις
ευρώ)από ιδιώτες, το κόστος της εθελοντικής διαγραφής το επωμίστηκαν κυρίως
εγχώριοι πιστωτές(ελληνικές τράπεζες κι ασφαλιστικά ταμεία, συνολικές απώλειες
εκτιμώμενου ύψους 70 δις ευρώ33). Η τελευταία και μακροπρόθεσμη
σημαντικότερη συνέπεια του PSI
ήταν ότι μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους σε εξωτερικούς επίσημους
πιστωτές (ΔΝΤ, ΕΚΤ και κράτη της ΕΕ), καθιστώντας το πολιτικά πολύ πιο δύσκολα
διαπραγματεύσιμο, και συνεπώς ακυρώσιμο από την Ελλάδα στο μέλλον. Καθίσταται
λοιπόν προφανές ότι το PSI,
αποσκοπούσε στη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών ότι το εναπομείναν
ποσό θα αποπληρώνεται εσαεί σε κάθε περίπτωση, κι όχι στην πραγματική ελάφρυνση
του χρέους της χώρας. Δεδομένης μάλιστα της λιτότητας που επέβαλλε και της
ύφεσης που προκάλεσε το δεύτερο, όπως και το πρώτο μνημόνιο, το πρόβλημα της
υπερχρέωσης και της μη βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, ως
αποτέλεσμα του PSI, όχι
μόνο δεν επιλύεται αλλά αντίθετα οξύνεται. Τέλος, προς επίρρωση των παραπάνω
διαπιστώσεων, αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 130 δις ευρώ του δεύτερου πακέτου
«διάσωσης», μόνο τα 30 δις ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των ανελαστικών
κοινωνικών δαπανών του κράτους (υγεία, παιδεία κτλ), με τα υπόλοιπα να
κατευθύνονται στην αποπληρωμή παλαιότερων δανείων και τόκων34, ενώ
τα χρήματα του πρώτου πακέτου του 2010(110 δις ευρώ), μόνο σε ποσοστό 19%
κάλυπταν εγχώριες κρατικές δαπάνες35.
4) Η διαμόρφωση της κοινής γνώμης και ο
ρόλος των κυρίαρχων ΜΜΕ στην λειτουργία του χρέους ως εργαλείου κυριαρχίας και
πειθάρχησης στη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή
Συστατικό στοιχείο της ιδεολογικής ηγεμονίας κι της αποδοχής της
νεοφιλελεύθερης προσαρμογής και της λιτότητας στην Ελλάδα, υπήρξε η διαμόρφωση
της κοινής γνώμης και η απόκρυψη των πραγματικών αιτιών της κρίσης από τα
κυρίαρχα ΜΜΕ, έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά. Ιδιαίτερα τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια,
που δημιουργήθηκαν κι επέκτειναν τον κύκλο των εργασιών τους με την απορρύθμιση
στο χώρο της επικοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 80, βασίστηκαν κυρίως στην
μεγάλη αύξηση της διαφημιστικής δαπάνης, αφενός μέσω τραπεζικού δανεισμού, κι
αφετέρου, και κυρίως, μέσω ευνοϊκών για τα ίδια φορολογικών κι άλλων ρυθμίσεων,
που ευνόησαν την άκρατη εμπορευματοποίηση και τον αθέμιτο ανταγωνισμό, χωρίς
σεβασμό των δεοντολογικών αρχών36. Αυτό το πλαίσιο επέτρεψε σε
επιχειρηματίες οι οποίοι δραστηριοποιούνταν σε άλλους χώρους (κυρίως ναυτιλία
και βιομηχανία), να αποκτήσουν μεγάλο αριθμό εντύπων(«Βραδυνή», «Έθνος»,
«Ελεύθερος Τύπος» κα)37, να ισχυροποιηθούν στην αγορά των ΜΜΕ, και
να αποκτήσουν ιδιοκτησία και σε ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Ενδεικτική είναι
η περίπτωση του Δημοσιογραφικού Ομίλου Λαμπράκη, ο οποίος από τη δεκαετία του
90 ως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000,γνώρισε τεράστια επέκταση του κύκλου
εργασιών, φτάνοντας τα 308
εκ. ευρώ το 2008, ενώ ταυτόχρονα δραστηριοποιούνταν στον
εκτυπωτικό και τον τουριστικό κλάδο38.
Η κρίση του
2009-10 επηρέασε άμεσα και τα μεγάλα ΜΜΕ, αφού η διαφημιστική δαπάνη μειώθηκε
κατά 28% την περίοδο 2009-11. Η εξέλιξη αυτή αύξησε ακόμη περισσότερο τη
δανειακή επιβάρυνση των ιδιωτικών ΜΜΕ επιδείνωσε τη δανειακή τους φερεγγυότητα39.
Ο περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού κι η επιδείνωση των οικονομικών τους
μεγεθών, αύξησε περαιτέρω την εξάρτηση της επιβίωσής τους από τις κρατικές
ρυθμίσεις, κι ενέτεινε τη διαπλοκή μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και πολιτικής ελίτ, με
τα ΜΜΕ να υποστηρίζουν τις περιοριστικές πολιτικές των ελίτ, κατά παράβαση της
δημοσιογραφικής αρχής της αμεροληψίας, όπως παρατηρεί ο Γ. Πλειός40.
Συγκεκριμένα
σε έρευνες που διεξήχθησαν στο διάστημα 2008-10 στον ελληνικό Τύπο, κι
ειδικότερα στον κεντροδεξιό («Καθημερινή»), ως προς την αντιμετώπιση του
θέματος της ελληνικής κρίσης, διαπιστώθηκαν τα εξής41:
Α) Η κρίση
αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως εθνική, που οφείλεται σε αδυναμίες και παθογένειες
της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και του πολιτικού συστήματος (διαφθορά,
ελληνική νοοτροπία κτλ), εντοπίζονται δηλαδή ηθικές-πολιτισμικές ρίζες που
αναπαράγουν τα στερεότυπα περί «σπάταλων και τεμπέληδων ελλήνων», ενώ μικρότερη
έμφαση δίνεται σε άμεσα κοινωνικές και πολιτικές αιτίες (σκάνδαλα, μεγάλη
φοροδιαφυγή, εξοπλισμοί κτλ). Αντίθετα, η ευρωπαϊκή κι η παγκόσμια διάσταση της
κρίσης αναφέρεται ελάχιστα.
Β)Ως προς τη
φύση της κρίσης, αντιμετωπίζεται κατά βάση ως οικονομική, δημοσιονομική ή
χρηματοοικονομική, και υποτυπωδώς ως πολιτική ή κοινωνική, αναπαράγοντας και
νομιμοποιώντας την οκονομίστικη-λογιστική προσέγγιση της εφαρμοζόμενης
νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Γ) Τέλος, η
στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης, είτε απουσιάζει, είτε, σε μικρότερο βαθμό,
εστιάζει στην διάσωση του τραπεζικού συστήματος με δημόσιο χρήμα, και την
αυστηρή τήρηση των κανόνων του συμφώνου σταθερότητας, ευθυγραμμιζόμενη και πάλι
με την κυρίαρχη πολιτική.
Ακόμη πιο
έντονη κι απροκάλυπτη ευθυγράμμιση με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που νομιμοποιεί
τις πολιτικές λιτότητας κι εσωτερικής υποτίμησης, παρατηρείται στα μεγάλα
ιδιωτικά κανάλια (MEGA,
SKAI, STAR, ANT1), την περίοδο 2009-11. Αυτή η ένταση εξηγείται εύλογα από
την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση των καναλιών αυτών από τις κρατικές
πολιτικές, σε σχέση με τα έντυπα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην παρουσίαση
της κρίσης, είναι η υποβολή στο τηλεοπτικό κοινό έντονων συναισθημάτων και
στερεοτύπων, που νομιμοποιούν την περιοριστική πολιτική μείωσης των κοινωνικών
δαπανών και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Περιληπτικά, οι
μηχανισμοί αυτοί, όπως εκτίθενται σε
σχετικό ντοκιμαντέρ, έχουν ως ακολούθως42:
Α)
Καλλιέργεια τρόμου και πανικού στους πολίτες σχετικά με το ενδεχόμενο στάσης
πληρωμών κι εξόδου από το ευρώ, έτσι ώστε η διάσωση των τραπεζών κι η υπαγωγή
της χώρας στα μνημόνια να παρουσιάζεται ως μονόδρομος, κι «αναγκαίο κακό»,
προκειμένου να αποφευχθεί κάτι πολύ χειρότερο. Με αυτό συνδέεται άμεσα κι η
ρητορική της ηγεσίας του ΔΝΤ, περί «πικρού φαρμάκου» για τη σωτηρία του «έλληνα ασθενούς»43 .
Β) Το σχήμα
του «νέου πατριωτισμού», ο οποίος αφορά όσους αποδέχονται τις «αναγκαίες
θυσίες», των μεσαίων κι κατώτερων στρωμάτων για τη «σωτηρία» της χώρας, σε
αντίθεση με την «ανεύθυνη» και «λαικίστικη» στάση όσων αντιτίθενται στις
περιοριστικές πολιτικές των μνημονίων. Για να εδραιωθεί μάλιστα αυτή η τομή, τα
κανάλια παρουσιάζουν σωρεία δημοσκοπήσεων που αποτυπώνουν τη «συμφωνία» της
κοινής γνώμης, με την ακολουθούμενη πολιτική.
Γ)
Δαιμονοποίηση του «σπάταλου κι υπερδιογκωμένου δημοσίου τομέα», ως υπευθύνου
για την τραγική κατάσταση της οικονομίας, σε αγαστή σύμπνοια με τη ρητορική
όλων των κυβερνήσεων της περιόδου 2009-2014. Η στοχοποίηση του δημοσίου, πέρα
από τη νομιμοποίηση της μείωσης των κρατικών κοινωνικών δαπανών, αποσκοπεί και
στην απόκρυψη του ρόλου μεγάλων σκανδάλων, με άμεση συνέργεια των κυβερνώντων,
στη διόγκωση των ελλειμμάτων και του χρέους. Ενδεικτική είναι η πολύ πρόσφατη
επιμελής αποσιώπηση από τα συστημικά
ΜΜΕ, της κατάθεσης του Σ. Βαλυράκη στην επιτροπή θεσμών κι διαφάνειας
της Βουλής, για την υπόθεση Siemens,
που εμπλέκει άμεσα σε παράνομο χρηματισμό κορυφαία στελέχη των δύο πρώην
μεγάλων κομμάτων44.
Δ) Συλλογική
ενοχοποίηση των πολιτών για τη χρεοκοπία της χώρας, ώστε η λιτότητα να
παρουσιαστεί ως «δίκαιη τιμωρία», των «διεφθαρμένων και τεμπέληδων Ελλήνων»
(«μαζί τα φάγαμε»), παράλληλα με την καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού, ο
οποίος έντεχνα στέφει ορισμένες πληττόμενες από τη λιτότητα και την
νεοφιλελεύθερη «κατάσταση εξαίρεσης» κοινωνικές ομάδες έναντι άλλων, (δημόσιοι
εναντίον ιδιωτικών υπαλλήλων,
εργαζόμενοι εναντίον απεργών, διαδηλωτές εναντίον εμπόρων κτλ), παρουσιάζοντας
τις συλλογικές μορφές αγώνα, ως οπισθοδρομικές, ανεύθυνες και καταστροφικές για
την οικονομία και τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Μια τρίτη και
τελευταία διάσταση, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο τα συστημικά ΜΜΕ,
αποκρύπτουν τα πραγματικά αίτια της ελληνικής κρίσης, κι ιδιαίτερα τη σύνδεσή
της με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη δομή και τη λειτουργία της
ΟΝΕ, είναι μια πρόσφατη έρευνα του ΕΚΠΑ
σχετικά με το πώς γνωστές κι ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες («Καθημερινή»,
«Ελευθεροτυπία», «Έθνος»), κάλυψαν τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης τα
τελευταία 5 χρόνια45. Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας ήταν η
προβολή της φιλανθρωπικής δράσης μη κρατικών θεσμών για την αντιμετώπιση της
ακραίας υλικής αποστέρησης και φτώχειας(εκκλησία, ομάδες πολιτών κτλ), κι άρα η
έμμεση αποσιώπηση της σχετικής ευθύνης του κράτους, η ανθρωποκεντρική εστίαση
με έμφαση στις αυτοκτονίες ως ατομικά δράματα, με προσωποποιημένο, και
συγκινησιακά φορτισμένο λόγο. Αυτή η ατομοκεντρική πρόσληψη καλλιεργεί στους
αναγνώστες αποξένωση, θλίψη και φόβο, ενώ απουσιάζει η σύνδεση των ατομικών
δραματικών ιστοριών με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, καθώς επίσης και
η παρουσίαση προτάσεων διεξόδου από την κρίση, που είναι υποτυπώδης.
Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται πλήρως η
εκτίμηση ότι τα μεγάλα ΜΜΕ, την περίοδο 2009-15, σύσφιξαν ακόμη περισσότερο
τους δεσμούς οικονομικής εξάρτησης από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις,
λειτουργώντας ως «πολιτικοί οπαδοί»46 και μηχανισμοί νομιμοποίησης
των κυρίαρχων περιοριστικών πολιτικών, μέσα από τον καθορισμό της θεματολογίας(agenda setting), και την κατασκευή
μιας ορισμένης επικρατούσας εικόνας για
την κρίση, με την προβολή ορισμένων πτυχών της εις βάρος άλλων47. Το
«αντάλλαγμα» γι αυτή την υπηρεσία των ΜΜΕ προς τις πολιτικές κι οικονομικές
ελίτ, υπήρξε η εξαίρεση του ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού χώρου από τον μνημονιακό
«εξορθολογισμό», με την εξάλειψη της πρόβλεψης χορήγησης τηλεοπτικών αδειών
στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας από το συζητούμενο τον Οκτώβριο του 2012
τρίτο μνημόνιο, εξάλειψη που έτυχε της σιωπηρής έγκρισης της τρόικας48.
Απτή κι άμεση έκφραση της εργολαβικής πλέον προπαγάνδισης του νεοφιλελεύθερου
μονόδρομου από τα ιδιωτικά ΜΜΕ, που αξίζει να αναφερθεί καταληκτικά για το
θέμα, είναι η αγνόηση κι απαξίωση της έκθεσης που συνέταξε το Μάρτιο του 2014 ο
εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Σέφας Λουμίνα, σχετικά
με τις επιπτώσεις των μνημονίων στα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών
(αυτοκτονίες, μείωση δημοσίων δαπανών για υγεία κτλ), όπου προτείνει συγκεκριμένα
αύξηση βασικού μισθού, ενίσχυση της υγειονομικής περίθαλψης για τους κοινωνικά
ασθενέστερους, και κυρίως διερεύνηση των αιτιών συσσώρευσης και λογιστικό
έλεγχο του δημόσιου χρέους. Αυτές οι προτάσεις αποτέλεσαν επαρκείς αιτίες για
να στοχοποιηθεί το έργο του κι ο ίδιος προσωπικά από το μιντιακό κατεστημένο,
με τον Γ. Πρετεντέρη να σημειώνει στα «Νέα» ότι πρόκειται για «άγνωστο δικηγόρο
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», και τον Α. Πορτοσάλτε να χαρακτηρίζει
«τριτοκοσμικά» τα μέλη της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, την οποία
συμμετέχει ο καθηγητής49.
5) Συμπέρασμα: Η αναγκαιότητα της βαθιάς
διαγραφής του χρέους, ως προϋπόθεσης για προοδευτική και φιλολαϊκή διέξοδο
από την κρίση
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, κατέστη σαφές
ότι η βασική αιτία που προκάλεσε την παγκόσμια κρίση του 2008, με τις
διαδοχικές μορφές που αυτή πήρε(πιστωτική, τραπεζική, δημοσιονομική, κρίση
δανεισμού και τέλος κρίση χρέους των
δυτικών ανεπτυγμένων χωρών), είναι η συσσώρευση τεράστιων μη βιώσιμων ιδιωτικών
και δημοσίων χρεών σε ΗΠΑ και ευρωπαϊκή περιφέρεια, ως αποτέλεσμα της
χρηματιστικοποίησης, της υπερδιόγκωσης και της πολιτικής ισχυροποίησης του
τραπεζικού κεφαλαίου, και γενικότερα της ασύμμετρης οικονομικής
παγκοσμιοποίησης. Στη ρίζα της σημερινής κρίσης βρίσκεται λοιπόν η παταγώδης
αποτυχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος των «αυτορρυθμιζόμενων αποτελεσματικών
αγορών», και των πολιτικών που κωδικοποιηθήκαν ως «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»
(απορρύθμιση αγορών εργασίας κι κεφαλαίου, ιδιωτικοποίηση κρατικών
επιχειρήσεων, μείωση κοινωνικών δαπανών, φοροαπαλλαγές επιχειρηματικών κερδών
κι υψηλών εισοδημάτων). Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας
«δανειακής οικονομίας», που βασίζεται στη όλο και μεγαλύτερη διόγκωση του
συνολικού παγκόσμιου χρέους(το οποίο, από το 2002 ως το 2012, αυξήθηκε από 80
τρις σε 210 δις δολάρια, με ρυθμούς τριπλάσιους από το παγκόσμιο ΑΕΠ, φτάνοντας
στο 315% του τελευταίου50), που ανατροφοδοτείται συνεχώς με νέο
δανεισμό, διογκούμενο περαιτέρω. Τα προγράμματα λιτότητας, με τα οποία
επιχείρησε η άρχουσα τάξη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, το επιδείνωσαν,
συντρίβοντας τη μεσαία τάξη, το κύριο στήριγμα της δανειακής οικονομίας, και
προκαλώντας μια παράλληλη κρίση ενεργού
ζήτησης, που επέτεινε την παγκόσμια ύφεση και μείωσε ακόμη περισσότερο το
διαθέσιμο εισόδημα και άρα τις αναπτυξιακές προοπτικές του δυτικού
καπιταλισμού. Αυτή η κρίση υπερσυσσώρευσης και η αυξανόμενη ανισότητα
πλούτου-φτώχειας, στον ευρωπαϊκό χώρο εκφράστηκε από το 2009 και μετά,
όταν, για τους λόγους που αναλυτικά
εκτέθηκαν παραπάνω ,το διευρυνόμενο χάσμα ανταγωνιστικότητας κέντρου- περιφέρειας της ευρωζώνης, κατέληξε
σε κρίση δανεισμού των χρεωμένων περιφερειακών χωρών, η οποία επιλύθηκε με νέα
δάνεια από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τα κράτη της ΕΕ, με αντίτιμο τη λιτότητα η οποία
οδήγησε κι εδώ σε ύφεση κι υπερχρέωση.
Η Ελλάδα, όντας η πρώτη χώρα της περιφέρειας
με υψηλό χρέος και δυσμενείς μακροοικονομικούς δείκτες που υπήχθη σε λιτότητα
από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό «στήριξης», βιώνει με τον πιο έντονο και δραματικό
τρόπο τις συνέπειες αυτού του φαύλου κύκλου λιτότητας –ύφεσης-υπερχρέωσης. Έχει
τεκμηριωμένα υποστηριχθεί ότι είναι απολύτως εφικτή μια εναλλακτική
ριζοσπαστική πορεία για τη χώρα, που θα υπερβεί την κρίση προς όφελος των
μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Η βάση ενός τέτοιου προγράμματος, είναι πρώτα
απ’ όλα η βαθιά διαγραφή του χρέους με πρωτοβουλία της Ελλάδας, σε ποσοστό πάνω
από 50%, κι η παύση πληρωμής τοκοχρεολυσίων, που θα εξοικονομήσει άμεσα
σημαντικούς πόρους για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων και την
επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης. Υπολογίζεται ενδεικτικά ότι το στην
επόμενη 5ετία η Ελλάδα θα καταβάλλει 40 δις ευρώ για την πληρωμή τόκων επί του
χρέους, ενώ θα απαιτούνταν 30 δις ευρώ για την αποκατάσταση των δαπανών υγείας
και παιδείας στα προ κρίσης επίπεδα51. Απαραίτητο προπαρασκευαστικό
στάδιο της διαγραφής, είναι ο λογιστικός έλεγχος του χρέους, από ανεξάρτητη
επιτροπή ελλήνων κι ξένων επιστημόνων, στην οποία θα δοθεί ο απαραίτητος χρόνος
και τα μέσα προκειμένου να εξετάσει ποιο τμήμα του χρέους μπορεί, σύμφωνα με το
διεθνές δίκαιο, να κηρυχτεί επαχθές κι άρα μη αποπληρωτέο. Σημαντική στο έργο
της επιτροπής είναι η συνδρομή φορέων κι οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών,
ώστε να αποκατασταθεί το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας κι εμπιστοσύνης στο
επίσημο κράτος. Υπενθυμίζεται ότι η
έννοια του επαχθούς χρέους, διατυπώθηκε το 1927 από τον νομικό Αλεξάντερ Σακ. Σύμφωνα με αυτόν, για να κηρυχθεί το
σύνολο ή τμήμα του χρέους μιας χώρας επαχθές θα πρέπει: α) να συνάφθηκε με μη
δημοκρατικά νομιμοποιημένο τρόπο ή από αυταρχικές κυβερνήσεις β)να μην
διοχετεύτηκε για την κάλυψη των αναγκών και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του
λαού της χώρας και γ) οι πιστωτές να ήταν ενήμεροι γι αυτή την κατάσταση52.
Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, το σύνολο του χρέους από τα δάνεια από την ΕΕ και το ΔΝΤ από το 2010 ως
σήμερα, καθώς κι από συμβάσεις που χαρακτηρίζονται από διαφθορά κρατικών
αξιωματούχων και διασπάθιση δημοσίου χρήματος (εξοπλισμοί, Siemens, Ολυμπιακοί αγώνες), θα μπορούσε
να κηρυχθεί επαχθές. Η μονομερής αθέτηση πληρωμών στο δημόσιο χρέος, στα
πλαίσια ενός ριζοσπαστικού προγράμματος, θα πρέπει να συνοδευτεί από άμεση άρση
της λιτότητας, ενίσχυση της λαϊκής κατανάλωσης κι αποκατάσταση των εργασιακών
δικαιωμάτων, αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος στην κατεύθυνση της
ελάφρυνσης των ειδών λαϊκής κατανάλωσης και φορολόγησης του πλούτου και των
υψηλών εισοδημάτων, εθνικοποίηση του τραπεζικού
συστήματος ώστε να λειτουργήσει ως μοχλός ενίσχυσης των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, αναδιάταξη και κρατικό σχεδιασμό της βιομηχανικής πολιτικής ,ώστε
να υπάρξει στροφή από διεθνώς μη εμπορεύσιμα σε εμπορεύσιμα προϊόντα, και, τέλος, από αποφασιστικό εκδημοκρατισμό του
κρατικού μηχανισμού( δικαστικό σώμα, στρατός, αστυνομία κτλ), και μεταρρυθμίσεις
στο Σύνταγμα και το πολιτικό σύστημα(καθιέρωση απλής αναλογικής, κατάργηση του
νόμου περί ευθύνης υπουργών και διαχωρισμό
κράτους-εκκλησίας53).
Κλείνοντας αυτή τη μελέτη, πρέπει να επισημανθεί ότι η εναλλακτική πορεία που περιγράφηκε παραπάνω
σε αδρές γραμμές, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, δεν είναι συμβατή με την
παραμονή της χώρας στην ΟΝΕ, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η διαγραφή χρέους
με πρωτοβουλία του οφειλέτη πλήττει καίρια τα συμφέροντα των δανειστών.
Δεδομένου ότι πλέον το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα(ΕΚΤ, ΔΝΤ, κράτη της EE), και το χρέος είναι εξ
ολοκλήρου απαιτητό σε ευρώ, μια διαγραφή του σε ποσοστό άνω του 50%, θα είχε
πολύ μεγάλο κόστος για τις πιστώτριες χώρες, και θα συνεπαγόταν άμεση παύση της
χρηματοδότησης του κράτους και των ελληνικών τραπεζών από το ευρωσύστημα. Καθώς
η Ελλάδα είναι αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, θα πρέπει να τυπώσει νέο
νόμισμα προκειμένου να συνεχίσει να καλύπτει τις ζωτικές της λειτουργίες και να
εξασφαλίσει ρευστότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Δεύτερον, μια
αποδοχή ουσιαστικής διαγραφής χρέους από μέρους της Ελλάδας εντός της
ευρωζώνης, αποκλείεται και για πολιτικούς λόγους, καθώς θα άνοιγε το δρόμο για
ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμών από άλλες υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου(Ιταλία,
Ισπανία κτλ), και θα ανέτρεπε τον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης
κέντρου-περιφέρειας, που είναι συστατικός της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας
της ΟΝΕ, όπως καταδείχθηκε προηγουμένως54. Τέλος, πιθανότατα η
έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη, θα απαιτήσει συνολική επανεξέταση του
γεωπολιτικού της προσανατολισμού κι ειδικότερα της σχέσης της με την ΕΕ, διότι
η υιοθέτηση της δραχμής και η συνακόλουθη υποτίμησή της, για να είναι επωφελής
για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που επλήγησαν από την κρίση, θα πρέπει να
συνοδευτεί από μέτρα οικονομικού προστατευτισμού, αντίθετα στις αρχές και τους
στόχους της ένωσης(διατίμηση στα εισαγόμενα προϊόντα και τα είδη μαζικής
κατανάλωσης, όπως τρόφιμα ή φάρμακα, επιβολή ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων
κτλ). Μια τέτοιας σημασίας στρατηγική επιλογή, οφείλει, για λόγους δημοκρατικής
νομιμοποίησης, να τεθεί υπό τη δημοψηφισματική λαϊκή έγκριση.
Σημειώσεις
1)Οργανισμός
Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους- Οικονομικά Στοιχεία http://www.pdma.gr/index.php/el/2012-02-24-17-16-31
2) Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους-Ύψος
χρέους http://www.pdma.gr/index.php/el/debt-strategy-gr/public-debt-gr/level-of-debt-gr
3)Υπουργείο
Οικονομικών-Οικονομικά στοιχεία-Προϋπολογισμός
Υπουργείο
Οικονομικών-Οικονομικά στοιχεία-Δελτία Δημόσιου Χρέους
5)S. Kaufmann «Δημοφιλείς πλάνες για την
κρίση χρέους», μετάφραση Σ. Λαλοπούλου, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, Βερολίνο
2012, σ. 4
6)Στο ίδιο,
σ. 6
7)Στο ίδιο,
σ. 8
8)Στο ίδιο,
σ. 10
9)Στο ίδιο,
σ.20-1
10)
«Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Επιμέλεια Α. Βλάχου, Ν. Θεοχαράκης, Δ. Μυλωνάκης,
εκδ. GUTENBERG 2011, Ben Fine «Πέραν της
χρηματιστικοποίησης» σ.30
11)Στο ίδιο,
σ.21
12)Στο ίδιο,
σ.23
13)Στο ίδιο,
σ.25
14)Ι.
Μανωλόπουλος «Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας», μετάφραση Κ. Μέρμηγκα, εκδ.
Μελάνι, Αθήνα 2012, σ. 342
15)Κ.
Λαπαβίτσας «Ρήξη; Διέξοδος από την κρίση της ευρωζώνης», μετάφραση Α.
Κόκκαλη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2012, σ.40
16)Στο ίδιο,
σ.40-2
17)Οπ. Παρ,
Ι. Μανωλόπουλος(2012), σ. 117
18)Στο ίδιο,
σ. 93-4
19)Οπ. Παρ,
Κ. Λαπαβίτσας(2012), σ.45
20)Οπ. Παρ,
«Οικονομική κρίση και Ελλάδα»(2011), Ε. Τσακαλώτος «Η ελληνική Οικονομική
κρίση», σ. 367 και Γ. Μηλιός-Δ. Σωτηρόπουλος «Η ελληνική οικονομική κρίση και η
κρίση της στρατηγικής του ευρώ», σ.389
22) Οπ. Παρ,
«Οικονομική κρίση και Ελλάδα»(2011), Μ. Δρεττάκης «Οι δημοσιονομικές διαστάσεις
της κρίσης», σ. 152
23)Στο ίδιο,
σ.145
24)Στο ίδιο,
σ.152
25)Στο ίδιο,
σ.154
26)Στο ίδιο,
σ.161-2
27)Οπ. Παρ, ,
Ι. Μανωλόπουλος(2012), σ.215-6
28) Οπ. Παρ,
«Οικονομική κρίση και Ελλάδα»(2011), Θ. Μανιάτης «Η δημοσιονομική κρίση και ο
κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα», σ. 209
29)Οπ. Παρ,
Ι. Μανωλόπουλος(2012), σ.156-8
30)Στο ίδιο,
σ.197-200
31)Οπ. Παρ,
Κ. Λαπαβίτσας(2012), σ.169
32)Οπ. Παρ, S. Kaufmann(2012), σ.27
33)Στο ίδιο,
σ.26-7
34)Στο ίδιο,
σ.26
35)Οπ. Παρ,
Ι. Μανωλόπουλος(2012), σ.516
36) «Η κρίση
και τα ΜΜΕ», Επιμέλεια Γ. Πλειός, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2013, Ν. Λέανδρος «Τα
μέσα στο επίκεντρο της κρίσης», σ.36-8,40
37)Στο ίδιο,
σ.35
38)Στο ίδιο,
σ.39
39)Στο ίδιο,
σ.44-53
40)Οπ. Παρ,
«Η κρίση και τα ΜΜΕ»(2013), Γ. Πλειός «Τα ΜΜΕ απέναντι στην κρίση: έντονη
υιοθέτηση της λογικής των ελίτ», σ.95
41)Στο ίδιο,
σ.107-126
42) «Οικονομική
κρίση και ΜΜΕ»
44) UNFOLLOW:«Όταν ο Βαλυράκης
έδειχνε το σκάνδαλο, τα ΜΜΕ έβλεπαν το δάχτυλο…», 26 Μαΐου 2015 http://unfollow.com.gr/web-only/18740-faka
45)TVXS: Έρευνα ΕΚΠΑ: Πως μας
επηρεάζει ο τρόπος που τα ΜΜΕ μας παρουσιάζουν την κρίση», 28 Μάιου 2015
46) Οπ. Παρ,
«Η κρίση και τα ΜΜΕ»(2013), Γ. Πλειός «Τα ΜΜΕ απέναντι στην κρίση: έντονη
υιοθέτηση της λογικής των ελίτ», σ.90
47) Οπ. Παρ,
«Η κρίση και τα ΜΜΕ»(2013),Ε. Ήλια «Η Ελληνική δημοσιονομική κρίση στο
γερμανικό τύπο», σ.186-9
48)INFOWAR: «Πως τα ΜΜΕ της
διαπλοκής χρηματοδοτήθηκαν για να γίνουν οι «ερπύστριες» της τρόικας», 4-6-2015
http://info-war.gr/2015/06/%CF%80%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%87%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%84%CE%AE%CE%B8/
49)The Press Project: «Η μνημονιακή ομερτά
των ΜΜΕ ή πώς να θάψεις την έκθεση του ΟΗΕ» http://www.thepressproject.gr/article/76818
50)Οπ. Παρ,
Ι. Μανωλόπουλος(2012), σ.541
51)Κ.
Λαπαβίτσας «Ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα και την περιφέρεια της
ευρωζώνης», μετάφραση Α. Πολιτάκη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2014, σ.54
53)Οπ. Παρ,
Κ. Λαπαβίτσας(2014),σ.52-74
54)Στο ίδιο,
σ.80-2
Πηγές
Βιβλιογραφία
1) «Η κρίση
και τα ΜΜΕ»(2013), Επιμέλεια Γ. Πλειός, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
2)
«Οικονομική κρίση και Ελλάδα»(2011), Επιμέλεια Α. Βλάχου, Ν. Θεοχαράκης, Δ.
Μυλωνάκης, εκδ. GUTENBERG
2011
3)Λαπαβίτσας
Κ(2012) «Ρήξη; Διέξοδος από την κρίση της ευρωζώνης», μετάφραση Α.
Κόκκαλη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα
4)Λαπαβίτσας
Κ(2014) «Ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα και την περιφέρεια της
ευρωζώνης», μετάφραση Α. Πολιτάκη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα
5)Μανωλόπουλος
Ι(2012) «Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας», μετάφραση Κ. Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι,
Αθήνα
Μελέτες
Kaufmann S(2012) «Δημοφιλείς πλάνες
για την κρίση χρέους», μετάφραση Σ. Λαλοπούλου, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ,
Βερολίνο
Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις
1) «Οικονομική
κρίση και ΜΜΕ»
2) Οργανισμός
Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους- Οικονομικά Στοιχεία http://www.pdma.gr/index.php/el/2012-02-24-17-16-31
3) Οργανισμός
Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους-Ύψος χρέους http://www.pdma.gr/index.php/el/debt-strategy-gr/public-debt-gr/level-of-debt-gr
4) Υπουργείο
Οικονομικών-Οικονομικά στοιχεία-Δελτία Δημόσιου Χρέους
5) Υπουργείο
Οικονομικών-Οικονομικά στοιχεία-Προϋπολογισμός
7) INFOWAR: «Πως τα ΜΜΕ της
διαπλοκής χρηματοδοτήθηκαν για να γίνουν οι «ερπύστριες» της τρόικας», 4-6-2015
http://info-war.gr/2015/06/%CF%80%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%87%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%84%CE%AE%CE%B8/
8) The Press Project: «Η μνημονιακή ομερτά
των ΜΜΕ ή πώς να θάψεις την έκθεση του ΟΗΕ» http://www.thepressproject.gr/article/76818
9) TVXS: Έρευνα ΕΚΠΑ: Πως μας
επηρεάζει ο τρόπος που τα ΜΜΕ μας παρουσιάζουν την κρίση», 28 Μάιου 2015
10) UNFOLLOW:«Όταν ο Βαλυράκης
έδειχνε το σκάνδαλο, τα ΜΜΕ έβλεπαν το δάχτυλο…», 26 Μαΐου 2015 http://unfollow.com.gr/web-only/18740-faka
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog kallithiotis δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις υιοθετούμε, καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.